Με χρονολογική σειρά:
Στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος (1878-1952)
(...) Πώς μ΄αρέσουνε του Πάγκαλου τα γούστα,
που μας μάκρυνε τη φούστα (...)
Σύμφωνα με μια πληροφορία, οι μάγκες της εποχής είχαν φροντίσει για την παράφραση του επιθεωρησιακού αυτού τραγουδιού, αντικαθιστώντας τη λέξη φούστα με άλλη που αρχίζει με "π" και αντί για "στ" έχει το δίψηφο "τσ".
Επιγραφή σε σχολική αίθουσα της Θεσσαλονίκης, πριν δυο χρόνια. Τάξη Α' του δημοτικού. Η version του "ποιος Φούφουτος; Ο π...ς μου ο ξεσκούφωτος" λανθάνει.
Υπουργός Θεόδωρος Πάγκαλος (1938 - ) "Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο; ". Όχι, αυτό το έχει πει άλλος.
Τρίτη 27 Ιουλίου 2010
Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010
Καλοκαίρι
ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Τον Ιούλιο του 74 γινόμουν έντεκα. Είχαμε μόλις επιστρέψει στο σπίτι του κέντρου μετά από την απομόνωση της Καλαμαριάς, κι έτσι βλέπαμε όλον τον προηγούμενο χειμώνα τζιπ του στρατού να σταματούν στο κατώφλι μας και "μικρούς" αξιωματικούς να μαζεύονται στο πατάρι του γειτονικού φαρμακείου. Στα μεγάλα ζόρια της χρονιάς εκείνης, όταν τα περιπολικά της αστυνομίας γύρναγαν φωνάζοντας από τον τηλεβόα "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", καθόμασταν στο μπαλκόνι, μέσα σε μια παγωμένη λιακάδα και ο πατέρας φώναζε απογοητευμένος στον άλλο το γείτονα, τον εισαγγελέα, που βολτάριζε στο πάρκο παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας "δεν το περίμενα αυτό από σένα" κι αυτός γελώντας έβγαζε από το σακάκι του και ανέμιζε την ειδική άδεια.
Καλοκαίριασε και πήγαινα στην έκτη του Δημοτικού, τα βράδια έβλεπα παράξενα όνειρα και η Βασιλική, σαν καλή αστή μητέρα, έφτιαχνε την τούρτα γενεθλίων. Την προηγούμενη χρονιά, στο σπίτι της Καλαμαριάς ακόμη, μας είχε ετοιμάσει πίτσα, τεράστιο νεωτερισμό, που καταναλώσαμε χαζεύοντας τα καλλιστεία για τη Miss Universe, Φιλιππίνες, "ίδια είσαι κούκλα μου". Το 74, που τα Λαδάδικα ήταν ακόμη λαδάδικα, ο πατέρας είχε ανακαλύψει εκεί την εξωτική παρμεζάνα που έγραφε η συνταγή της ΓΥΝΑΙΚΑΣ που ήταν σκληρή και ο Εβραίος μαγαζάτορας είχε προτείνει να μας την τρίψει στο μαγαζί. Τέλος πάντων, η πίτσα με τις αντζούγιες του 73 φαγώθηκε, αντίθετα με την τούρτα του 74 που δεν είχε καμία τύχη.
Το μεσημέρι της 20ης ο πατέρας άφησε το μαγαζί Σαββατιάτικα, γύρισε σπίτι ανήσυχος, είπε στη μάνα να παρατήσει την τούρτα και έτρεξαν μαζί στο Καπάνι. Εμάς μας άφησαν στης γειτόνισσας του έκτου πατώματος. Δυο εμείς και η κόρη της γειτόνισσας, τρία κορίτσια. Το άλλο παιδί μας έμπασε στα υπνοδωμάτια και έδειχνε με αφέλεια, κάτω από τα κρεβάτια τους, στη σειρά βαλμένους, ντενεκέδες λάδι και γαλέτες Παπαδοπούλου. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι βρήκαμε το μακρύ διάδρομο γεμάτο σακούλες, ψώνια, μακαρόνια, ρύζια και την καινούργια λέξη "πόλεμος" που ήρθε να προστεθεί στα ήδη γνωστά "χούντα", "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", "απαγόρευση".
Πόλεμος γινόταν στην Κύπρο, επιστράτευση στην Ελλάδα, εγώ έντεκα και μια χαρτοσακούλα του μπακάλη ήταν γεμάτη φρέσκα σύκα. Μας εξήγησαν ότι έπρεπε να έχουμε προμήθειες στο σπίτι γιατί δεν ξέραμε τι ξημερώνει- αλήθεια, τι τα ήθελαν τα σύκα, ποιος ξέρει τι πανικός επικρατούσε στην αγορά- αλλά τα άτιμα ήταν τα πρώτα της χρονιάς, γλυκύτατα. Τα έφαγα με λαιμαργία και τύψεις. Ο πατέρας έβριζε κάτω από τα μουστάκια του το γείτονα του έκτου που ήταν παρακρατικός, ο- πούστης- ο- Χούντας, -τους- δικούς- τους- τους- είχαν- ειδοποιήσει- τα -καθάρματα, -που- τα- βρήκε- τα- λάδια- ο- κερατάς. Για τούρτες και γενέθλια ούτε λόγος.
Ξεκίνησα την ίδια μέρα να κρατώ ημερολόγιο όπου ισχυριζόμουν ότι "δε φοβάμαι τον πόλεμο", αλλά το εγκατέλειψα την μεθεπομένη, που αποκαταστάθηκε κιόλας η δημοκρατία. Υπερβολικές οι εξελίξεις για μια ενδεκάχρονη γραφίδα ή απλούστατα τεμπέλα. Το ίδιο βράδυ -το προηγούμενο;- ο ανδριάντας του Χρυσοστόμου Σμύρνης στην πλατεία Αγίας Σοφίας, καμιά πενηνταριά μέτρα από την κλινική που γεννήθηκα, πήρε στον ύπνο μου την όψη του Μακάριου και -σαν άλλος Βάαλ- κατάπινε με το ορθάνοιχτό του στόμα φαντάρους. Η δημοκρατία στην Ελλάδα φώναζε "ε,ε, έρχεται" μάλλον για να μη πάρουμε χαμπάρι το γεγονός ότι τελικά δεν ήρθε η ίδια και έστειλε κάποιον άλλο στη θέση της.
Λίγες μέρες μετά, το ίδιο σημαδιακό καλοκαίρι, στην παραθέριση πια, ο πατέρας με πήρε κάπως τελετουργικά και κατεβήκαμε ως το περίπτερο, περασμένο βεραμάν λαδομπογιά, στο σταθμό του Πλαταμώνα, να πάρει το πρώτο φύλλο της ΑΥΓΗΣ που επανεκδόθηκε μετά την άρση της απαγόρευσης. Διπλωμένο προς τα μέσα, να μη φαίνεται ο τίτλος, όπως ήταν για πολλά χρόνια αργότερα διπλωμένος και ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, αλλά ήταν το πρώτο φύλλο. Μαζί με τις εφημερίδες εμφανίστηκαν πάλι στο σπίτι μας και εκείνα τα μικρά πλαστικά εξαρτήματα με τις τρεις ακτίνες, που είχαν χαθεί μυστηριωδώς τα προηγούμενα χρόνια από τα 45άρια του Θεοδωράκη. Αλλά και το μαύρο ραδιόφωνο από βαρύ βακελίτη έπαψε πλέον να λαμβάνει Ντόιτσε Βέλε από το κλειδωμένο μπάνιο. Με τον καιρό μια καινούρια λέξη, η "μεταπολίτευση", η αρχή πολλών ανησυχητικών "μετά" που ακολούθησαν, προστέθηκε στο λεξιλόγιο των μεγάλων, αλλά εμείς, πού μυαλό, στο κάτω κάτω είχαμε και μια εφηβεία να περάσουμε.
Ήταν τέτοια τα τελευταία καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας, τότε που η οικογενειακή ομπρέλα ήταν ολόιδια με αυτές που βλέπω σήμερα στις ελληνικές ταινίες, ένα φύλλο κόκκινο, ένα πράσινο, ένα κίτρινο, ένα μπλε και λέγαμε "καλαθούνα" την τσάντα που κουβαλούσαμε πετσέτες και ψάθες. Η Βασιλική μας επέβαλε να κολυμπάμε τόπλες μέχρι τα δώδεκα,να αλλάζουμε επιτόπου και να βάζουμε στεγνά, apre le bain, μισητά βρακιά, για να μη κρυώσουμε αλλά και γιατί έπρεπε να μάθουμε να μη ντρεπόμαστε το γδύσιμο. Αντηλιακά και μπλουζάκια ούτε για δείγμα. Ο Σεφέρης ήταν τρία χρόνια πεθαμένος κι ακόμη περπατούσε, ντάλα καταμεσήμερο, στην άμμο της Σαλαμίνας. Χωρίς μπλουζάκι.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε ; Καμώνομαι πως δε με νοιάζει. Τα παιδάκια που φωτογράφιζε ο Σμυρνιός στην Κύπρο τα είδα σε ωραίο ντοκιμαντέρ, εξηντάρηδες και βάλε. Προσπάθησα να βρω το νησί που ταξίδεψε, το νησί που παζάρεψε, αλλά το καλοκαίρι μετά το θάνατο του πατέρα ήταν μόνο τουρίστες και off shore εταιρείες.
Η δημοκρατία δε φωνάζει πια, μα δεν έρχεται κιόλας. Ένας, που τ΄όνομά του ακούστηκε μέχρι και για πρόεδρός της, παλιός αναγνώστης της ΑΥΓΗΣ κι αυτός, πρόλαβε να γίνει ανάποδος Μπερλουσκόνι. Μετράω και ξαναμετράω τα χρόνια, το νέο ασφαλιστικό, η απογραφή, οι περικοπές, ευτυχώς δεν έχω δάνειο, δυστυχώς δεν έκλεψα, ξυπνάω ξημερώματα να κάνω τα χιλιόμετρά μου δίπλα στη θάλασσα, σε μια πόλη ακόμη κοιμισμένη. Δε βλέπω πια παράξενα όνειρα.
Παραμονεύω από το μπαλκόνι την κίνηση στους κάδους του ALDI της Καλαμαριάς, ρακοσυλλέκτες, γύφτοι, συνταξιούχοι, οικογένειες, όσοι δε μπορούν να σκύψουν έχουν μαζί τους ένα παιδί και το βάζουν μέσα στον κάδο να ψάξει για ζαρζαβάτια. Οι πιο συστηματικοί έχουν κι ένα μπουκάλι νερό στο πορτ μπαγκάζ και πλένουν τα χέρια στο τέλος. Οι υπάλληλοι πήραν - κατά το νόμο- την ειδοποίηση της απόλυσής τους έξη μήνες νωρίτερα. Σου λένε ακόμη "καλημέρα" και "ευχαριστούμε" στο ταμείο και αγγίζουν τα προϊόντα με γάντια. Η μεταπολίτευση επιτέλους ολοκληρώθηκε, πιο βάρβαρα από ότι είχε αρχίσει.
Παρακολουθώ ειδήσεις, σιδερώνω τα πρόχειρα μπλουζάκια για την προπόνηση του μεγάλου και βλέπω κάτι άλλα παιδιά σε μια κηδεία, με μαύρα μπλουζάκια, μπροστά έχουν μια φωτογραφία ενός δημοσιογράφου στάμπα και πίσω ένα στόχο, "θα φωνάζω" λέει η μπλούζα και το ζω με κόκκινο. Ο σκοτωμένος είχε μάθει τη δουλειά του στο κίτρινο.
Βλέπω το ίδιο βράδυ κι έναν άλλο δημοσιογράφο-κομιστή, με μπλουζάκι κι αυτόν, χιουμοριστικό αλλά με μήνυμα, δίπλα του στήθη, γάμπες, λικνίσματα, μαθαίνω ότι ήταν το αφεντικό του στόχου που αγιοποιήθηκε και πως πάλι έχουμε χούντα γιατί σκοτώνονται ανεξάρτητοι, ελεύθερα διαπλεκόμενοι δημοσιογράφοι.
Σκέφτομαι πως είναι κρίμα κι άδικο η βία και θάνατος, σκέφτομαι πως είναι κρίμα κι άδικο η αμορφωσιά και η παραπλάνηση. Και πιο κρίμα και περισσότερο άδικο το στρεβλό, βλογιοκομμένο πρόσωπο ενός δημόσιου λόγου που φωνάζει όντως, τσιρίζει, αποκαλύπτει τα προφανή -για την ίδια την αποκάλυψη- έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού την όψη του καρατζαφύρερ, πιπιλίζει το αυτονόητο, εμπορεύεται το συναίσθημα, γιγαντώνει το τίποτε και το βαφτίζει ελευθερία, πολιτική και δημόσιο ήθος.
Τι φης; Νεφέλης αρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Τον Ιούλιο του 74 γινόμουν έντεκα. Είχαμε μόλις επιστρέψει στο σπίτι του κέντρου μετά από την απομόνωση της Καλαμαριάς, κι έτσι βλέπαμε όλον τον προηγούμενο χειμώνα τζιπ του στρατού να σταματούν στο κατώφλι μας και "μικρούς" αξιωματικούς να μαζεύονται στο πατάρι του γειτονικού φαρμακείου. Στα μεγάλα ζόρια της χρονιάς εκείνης, όταν τα περιπολικά της αστυνομίας γύρναγαν φωνάζοντας από τον τηλεβόα "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", καθόμασταν στο μπαλκόνι, μέσα σε μια παγωμένη λιακάδα και ο πατέρας φώναζε απογοητευμένος στον άλλο το γείτονα, τον εισαγγελέα, που βολτάριζε στο πάρκο παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας "δεν το περίμενα αυτό από σένα" κι αυτός γελώντας έβγαζε από το σακάκι του και ανέμιζε την ειδική άδεια.
Καλοκαίριασε και πήγαινα στην έκτη του Δημοτικού, τα βράδια έβλεπα παράξενα όνειρα και η Βασιλική, σαν καλή αστή μητέρα, έφτιαχνε την τούρτα γενεθλίων. Την προηγούμενη χρονιά, στο σπίτι της Καλαμαριάς ακόμη, μας είχε ετοιμάσει πίτσα, τεράστιο νεωτερισμό, που καταναλώσαμε χαζεύοντας τα καλλιστεία για τη Miss Universe, Φιλιππίνες, "ίδια είσαι κούκλα μου". Το 74, που τα Λαδάδικα ήταν ακόμη λαδάδικα, ο πατέρας είχε ανακαλύψει εκεί την εξωτική παρμεζάνα που έγραφε η συνταγή της ΓΥΝΑΙΚΑΣ που ήταν σκληρή και ο Εβραίος μαγαζάτορας είχε προτείνει να μας την τρίψει στο μαγαζί. Τέλος πάντων, η πίτσα με τις αντζούγιες του 73 φαγώθηκε, αντίθετα με την τούρτα του 74 που δεν είχε καμία τύχη.
Το μεσημέρι της 20ης ο πατέρας άφησε το μαγαζί Σαββατιάτικα, γύρισε σπίτι ανήσυχος, είπε στη μάνα να παρατήσει την τούρτα και έτρεξαν μαζί στο Καπάνι. Εμάς μας άφησαν στης γειτόνισσας του έκτου πατώματος. Δυο εμείς και η κόρη της γειτόνισσας, τρία κορίτσια. Το άλλο παιδί μας έμπασε στα υπνοδωμάτια και έδειχνε με αφέλεια, κάτω από τα κρεβάτια τους, στη σειρά βαλμένους, ντενεκέδες λάδι και γαλέτες Παπαδοπούλου. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι βρήκαμε το μακρύ διάδρομο γεμάτο σακούλες, ψώνια, μακαρόνια, ρύζια και την καινούργια λέξη "πόλεμος" που ήρθε να προστεθεί στα ήδη γνωστά "χούντα", "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", "απαγόρευση".
Πόλεμος γινόταν στην Κύπρο, επιστράτευση στην Ελλάδα, εγώ έντεκα και μια χαρτοσακούλα του μπακάλη ήταν γεμάτη φρέσκα σύκα. Μας εξήγησαν ότι έπρεπε να έχουμε προμήθειες στο σπίτι γιατί δεν ξέραμε τι ξημερώνει- αλήθεια, τι τα ήθελαν τα σύκα, ποιος ξέρει τι πανικός επικρατούσε στην αγορά- αλλά τα άτιμα ήταν τα πρώτα της χρονιάς, γλυκύτατα. Τα έφαγα με λαιμαργία και τύψεις. Ο πατέρας έβριζε κάτω από τα μουστάκια του το γείτονα του έκτου που ήταν παρακρατικός, ο- πούστης- ο- Χούντας, -τους- δικούς- τους- τους- είχαν- ειδοποιήσει- τα -καθάρματα, -που- τα- βρήκε- τα- λάδια- ο- κερατάς. Για τούρτες και γενέθλια ούτε λόγος.
Ξεκίνησα την ίδια μέρα να κρατώ ημερολόγιο όπου ισχυριζόμουν ότι "δε φοβάμαι τον πόλεμο", αλλά το εγκατέλειψα την μεθεπομένη, που αποκαταστάθηκε κιόλας η δημοκρατία. Υπερβολικές οι εξελίξεις για μια ενδεκάχρονη γραφίδα ή απλούστατα τεμπέλα. Το ίδιο βράδυ -το προηγούμενο;- ο ανδριάντας του Χρυσοστόμου Σμύρνης στην πλατεία Αγίας Σοφίας, καμιά πενηνταριά μέτρα από την κλινική που γεννήθηκα, πήρε στον ύπνο μου την όψη του Μακάριου και -σαν άλλος Βάαλ- κατάπινε με το ορθάνοιχτό του στόμα φαντάρους. Η δημοκρατία στην Ελλάδα φώναζε "ε,ε, έρχεται" μάλλον για να μη πάρουμε χαμπάρι το γεγονός ότι τελικά δεν ήρθε η ίδια και έστειλε κάποιον άλλο στη θέση της.
4.8.1974 Το πρώτο μεταδικτατορικό φύλλο της Αυγής |
Λίγες μέρες μετά, το ίδιο σημαδιακό καλοκαίρι, στην παραθέριση πια, ο πατέρας με πήρε κάπως τελετουργικά και κατεβήκαμε ως το περίπτερο, περασμένο βεραμάν λαδομπογιά, στο σταθμό του Πλαταμώνα, να πάρει το πρώτο φύλλο της ΑΥΓΗΣ που επανεκδόθηκε μετά την άρση της απαγόρευσης. Διπλωμένο προς τα μέσα, να μη φαίνεται ο τίτλος, όπως ήταν για πολλά χρόνια αργότερα διπλωμένος και ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, αλλά ήταν το πρώτο φύλλο. Μαζί με τις εφημερίδες εμφανίστηκαν πάλι στο σπίτι μας και εκείνα τα μικρά πλαστικά εξαρτήματα με τις τρεις ακτίνες, που είχαν χαθεί μυστηριωδώς τα προηγούμενα χρόνια από τα 45άρια του Θεοδωράκη. Αλλά και το μαύρο ραδιόφωνο από βαρύ βακελίτη έπαψε πλέον να λαμβάνει Ντόιτσε Βέλε από το κλειδωμένο μπάνιο. Με τον καιρό μια καινούρια λέξη, η "μεταπολίτευση", η αρχή πολλών ανησυχητικών "μετά" που ακολούθησαν, προστέθηκε στο λεξιλόγιο των μεγάλων, αλλά εμείς, πού μυαλό, στο κάτω κάτω είχαμε και μια εφηβεία να περάσουμε.
Ήταν τέτοια τα τελευταία καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας, τότε που η οικογενειακή ομπρέλα ήταν ολόιδια με αυτές που βλέπω σήμερα στις ελληνικές ταινίες, ένα φύλλο κόκκινο, ένα πράσινο, ένα κίτρινο, ένα μπλε και λέγαμε "καλαθούνα" την τσάντα που κουβαλούσαμε πετσέτες και ψάθες. Η Βασιλική μας επέβαλε να κολυμπάμε τόπλες μέχρι τα δώδεκα,να αλλάζουμε επιτόπου και να βάζουμε στεγνά, apre le bain, μισητά βρακιά, για να μη κρυώσουμε αλλά και γιατί έπρεπε να μάθουμε να μη ντρεπόμαστε το γδύσιμο. Αντηλιακά και μπλουζάκια ούτε για δείγμα. Ο Σεφέρης ήταν τρία χρόνια πεθαμένος κι ακόμη περπατούσε, ντάλα καταμεσήμερο, στην άμμο της Σαλαμίνας. Χωρίς μπλουζάκι.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε ; Καμώνομαι πως δε με νοιάζει. Τα παιδάκια που φωτογράφιζε ο Σμυρνιός στην Κύπρο τα είδα σε ωραίο ντοκιμαντέρ, εξηντάρηδες και βάλε. Προσπάθησα να βρω το νησί που ταξίδεψε, το νησί που παζάρεψε, αλλά το καλοκαίρι μετά το θάνατο του πατέρα ήταν μόνο τουρίστες και off shore εταιρείες.
Η δημοκρατία δε φωνάζει πια, μα δεν έρχεται κιόλας. Ένας, που τ΄όνομά του ακούστηκε μέχρι και για πρόεδρός της, παλιός αναγνώστης της ΑΥΓΗΣ κι αυτός, πρόλαβε να γίνει ανάποδος Μπερλουσκόνι. Μετράω και ξαναμετράω τα χρόνια, το νέο ασφαλιστικό, η απογραφή, οι περικοπές, ευτυχώς δεν έχω δάνειο, δυστυχώς δεν έκλεψα, ξυπνάω ξημερώματα να κάνω τα χιλιόμετρά μου δίπλα στη θάλασσα, σε μια πόλη ακόμη κοιμισμένη. Δε βλέπω πια παράξενα όνειρα.
Παραμονεύω από το μπαλκόνι την κίνηση στους κάδους του ALDI της Καλαμαριάς, ρακοσυλλέκτες, γύφτοι, συνταξιούχοι, οικογένειες, όσοι δε μπορούν να σκύψουν έχουν μαζί τους ένα παιδί και το βάζουν μέσα στον κάδο να ψάξει για ζαρζαβάτια. Οι πιο συστηματικοί έχουν κι ένα μπουκάλι νερό στο πορτ μπαγκάζ και πλένουν τα χέρια στο τέλος. Οι υπάλληλοι πήραν - κατά το νόμο- την ειδοποίηση της απόλυσής τους έξη μήνες νωρίτερα. Σου λένε ακόμη "καλημέρα" και "ευχαριστούμε" στο ταμείο και αγγίζουν τα προϊόντα με γάντια. Η μεταπολίτευση επιτέλους ολοκληρώθηκε, πιο βάρβαρα από ότι είχε αρχίσει.
Παρακολουθώ ειδήσεις, σιδερώνω τα πρόχειρα μπλουζάκια για την προπόνηση του μεγάλου και βλέπω κάτι άλλα παιδιά σε μια κηδεία, με μαύρα μπλουζάκια, μπροστά έχουν μια φωτογραφία ενός δημοσιογράφου στάμπα και πίσω ένα στόχο, "θα φωνάζω" λέει η μπλούζα και το ζω με κόκκινο. Ο σκοτωμένος είχε μάθει τη δουλειά του στο κίτρινο.
Βλέπω το ίδιο βράδυ κι έναν άλλο δημοσιογράφο-κομιστή, με μπλουζάκι κι αυτόν, χιουμοριστικό αλλά με μήνυμα, δίπλα του στήθη, γάμπες, λικνίσματα, μαθαίνω ότι ήταν το αφεντικό του στόχου που αγιοποιήθηκε και πως πάλι έχουμε χούντα γιατί σκοτώνονται ανεξάρτητοι, ελεύθερα διαπλεκόμενοι δημοσιογράφοι.
Σκέφτομαι πως είναι κρίμα κι άδικο η βία και θάνατος, σκέφτομαι πως είναι κρίμα κι άδικο η αμορφωσιά και η παραπλάνηση. Και πιο κρίμα και περισσότερο άδικο το στρεβλό, βλογιοκομμένο πρόσωπο ενός δημόσιου λόγου που φωνάζει όντως, τσιρίζει, αποκαλύπτει τα προφανή -για την ίδια την αποκάλυψη- έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού την όψη του καρατζαφύρερ, πιπιλίζει το αυτονόητο, εμπορεύεται το συναίσθημα, γιγαντώνει το τίποτε και το βαφτίζει ελευθερία, πολιτική και δημόσιο ήθος.
Τι φης; Νεφέλης αρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)