Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα SAGRADA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα SAGRADA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Καλοκαίρι


 ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»

Τον Ιούλιο του 74 γινόμουν έντεκα. Είχαμε  μόλις επιστρέψει στο σπίτι του κέντρου μετά από την απομόνωση της Καλαμαριάς, κι έτσι βλέπαμε όλον τον προηγούμενο χειμώνα τζιπ του στρατού να σταματούν στο κατώφλι μας και "μικρούς" αξιωματικούς να μαζεύονται στο πατάρι του γειτονικού φαρμακείου. Στα μεγάλα ζόρια της χρονιάς εκείνης, όταν τα περιπολικά της αστυνομίας γύρναγαν φωνάζοντας από τον τηλεβόα "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", καθόμασταν στο μπαλκόνι, μέσα σε  μια παγωμένη λιακάδα και ο πατέρας φώναζε απογοητευμένος στον άλλο το γείτονα, τον εισαγγελέα, που βολτάριζε στο πάρκο παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας "δεν το περίμενα αυτό από σένα" κι αυτός γελώντας έβγαζε από το σακάκι του και ανέμιζε την ειδική άδεια. 
Καλοκαίριασε και πήγαινα στην έκτη του Δημοτικού,  τα βράδια έβλεπα παράξενα όνειρα και η Βασιλική, σαν καλή αστή μητέρα, έφτιαχνε την τούρτα γενεθλίων. Την προηγούμενη χρονιά, στο σπίτι της Καλαμαριάς ακόμη, μας είχε ετοιμάσει πίτσα, τεράστιο νεωτερισμό, που καταναλώσαμε χαζεύοντας τα καλλιστεία για τη Miss Universe, Φιλιππίνες, "ίδια είσαι κούκλα μου". Το 74, που τα Λαδάδικα ήταν ακόμη λαδάδικα, ο πατέρας είχε ανακαλύψει εκεί την εξωτική παρμεζάνα που έγραφε η συνταγή της ΓΥΝΑΙΚΑΣ που ήταν  σκληρή και ο Εβραίος μαγαζάτορας είχε προτείνει να μας την τρίψει στο μαγαζί. Τέλος πάντων, η πίτσα με τις αντζούγιες του 73  φαγώθηκε, αντίθετα με την τούρτα του 74 που δεν είχε καμία τύχη.
Το μεσημέρι της 20ης ο πατέρας άφησε το μαγαζί Σαββατιάτικα, γύρισε σπίτι ανήσυχος, είπε στη μάνα να παρατήσει την τούρτα και έτρεξαν μαζί στο Καπάνι. Εμάς μας άφησαν στης γειτόνισσας του έκτου πατώματος. Δυο εμείς και η κόρη της γειτόνισσας, τρία κορίτσια. Το άλλο παιδί μας έμπασε στα υπνοδωμάτια και έδειχνε με αφέλεια, κάτω από τα κρεβάτια τους, στη σειρά βαλμένους, ντενεκέδες λάδι και γαλέτες Παπαδοπούλου. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι βρήκαμε το μακρύ  διάδρομο γεμάτο σακούλες, ψώνια, μακαρόνια, ρύζια και την καινούργια λέξη "πόλεμος" που ήρθε να προστεθεί στα ήδη γνωστά "χούντα", "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", "απαγόρευση".
Πόλεμος γινόταν στην Κύπρο, επιστράτευση στην Ελλάδα, εγώ έντεκα και μια χαρτοσακούλα του μπακάλη ήταν γεμάτη φρέσκα σύκα. Μας εξήγησαν ότι έπρεπε να έχουμε προμήθειες στο σπίτι γιατί δεν ξέραμε τι ξημερώνει- αλήθεια, τι τα ήθελαν τα σύκα, ποιος ξέρει τι πανικός επικρατούσε στην αγορά- αλλά τα άτιμα ήταν τα πρώτα της χρονιάς, γλυκύτατα. Τα έφαγα με λαιμαργία και τύψεις. Ο πατέρας έβριζε κάτω από τα μουστάκια του το γείτονα του έκτου που ήταν παρακρατικός, ο- πούστης- ο- Χούντας, -τους- δικούς- τους- τους- είχαν- ειδοποιήσει- τα -καθάρματα, -που- τα- βρήκε- τα- λάδια- ο- κερατάς. Για τούρτες και γενέθλια ούτε λόγος.
Ξεκίνησα την ίδια μέρα να κρατώ ημερολόγιο όπου ισχυριζόμουν ότι "δε φοβάμαι τον πόλεμο", αλλά το εγκατέλειψα την μεθεπομένη, που αποκαταστάθηκε κιόλας η δημοκρατία. Υπερβολικές οι εξελίξεις για μια ενδεκάχρονη γραφίδα ή απλούστατα τεμπέλα. Το ίδιο βράδυ -το προηγούμενο;- ο ανδριάντας του Χρυσοστόμου Σμύρνης στην πλατεία Αγίας Σοφίας, καμιά πενηνταριά μέτρα από την κλινική που γεννήθηκα, πήρε στον ύπνο μου την όψη του Μακάριου και -σαν άλλος Βάαλ- κατάπινε με το ορθάνοιχτό του στόμα φαντάρους. Η δημοκρατία στην Ελλάδα φώναζε "ε,ε, έρχεται" μάλλον για να μη πάρουμε χαμπάρι το γεγονός ότι τελικά δεν ήρθε η ίδια και έστειλε κάποιον άλλο στη θέση της.




    4.8.1974  Το πρώτο μεταδικτατορικό φύλλο της Αυγής

 Λίγες μέρες μετά, το ίδιο σημαδιακό καλοκαίρι, στην παραθέριση πια, ο πατέρας με πήρε κάπως τελετουργικά και κατεβήκαμε ως το περίπτερο, περασμένο βεραμάν λαδομπογιά, στο σταθμό του Πλαταμώνα, να πάρει το πρώτο φύλλο της ΑΥΓΗΣ που επανεκδόθηκε μετά την άρση της απαγόρευσης. Διπλωμένο προς τα μέσα, να μη φαίνεται ο τίτλος, όπως ήταν για πολλά χρόνια αργότερα διπλωμένος και ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,  αλλά ήταν το πρώτο φύλλο. Μαζί με τις εφημερίδες εμφανίστηκαν πάλι στο σπίτι μας και εκείνα τα μικρά πλαστικά  εξαρτήματα με τις τρεις ακτίνες, που είχαν χαθεί μυστηριωδώς τα προηγούμενα χρόνια από τα 45άρια του Θεοδωράκη. Αλλά και το μαύρο ραδιόφωνο από βαρύ βακελίτη έπαψε πλέον να λαμβάνει Ντόιτσε Βέλε από το κλειδωμένο μπάνιο. Με τον καιρό μια καινούρια λέξη,  η "μεταπολίτευση", η αρχή πολλών ανησυχητικών "μετά" που ακολούθησαν, προστέθηκε στο λεξιλόγιο των μεγάλων, αλλά εμείς, πού μυαλό, στο κάτω κάτω είχαμε και μια εφηβεία να περάσουμε.


Ήταν τέτοια τα τελευταία καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας, τότε που η οικογενειακή ομπρέλα ήταν ολόιδια με αυτές που βλέπω σήμερα στις ελληνικές ταινίες, ένα φύλλο κόκκινο, ένα πράσινο, ένα κίτρινο, ένα μπλε και λέγαμε "καλαθούνα" την τσάντα που κουβαλούσαμε πετσέτες και ψάθες. Η Βασιλική μας επέβαλε να κολυμπάμε τόπλες μέχρι τα δώδεκα,να αλλάζουμε επιτόπου και να βάζουμε στεγνά, apre le bain, μισητά βρακιά, για να μη κρυώσουμε αλλά και γιατί έπρεπε να μάθουμε να μη ντρεπόμαστε το γδύσιμο. Αντηλιακά και μπλουζάκια ούτε για δείγμα. Ο Σεφέρης ήταν τρία χρόνια πεθαμένος κι ακόμη περπατούσε, ντάλα καταμεσήμερο, στην άμμο της Σαλαμίνας. Χωρίς μπλουζάκι.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε ; Καμώνομαι πως δε με νοιάζει. Τα παιδάκια που φωτογράφιζε ο Σμυρνιός στην Κύπρο τα είδα σε ωραίο ντοκιμαντέρ, εξηντάρηδες και βάλε. Προσπάθησα να βρω το νησί που ταξίδεψε, το νησί που παζάρεψε, αλλά το καλοκαίρι μετά το θάνατο του πατέρα ήταν μόνο τουρίστες και off shore εταιρείες.
Η δημοκρατία δε φωνάζει πια, μα δεν έρχεται κιόλας. Ένας, που τ΄όνομά του ακούστηκε μέχρι και για πρόεδρός της, παλιός αναγνώστης της ΑΥΓΗΣ κι αυτός, πρόλαβε να γίνει ανάποδος Μπερλουσκόνι. Μετράω και ξαναμετράω τα χρόνια, το νέο ασφαλιστικό, η απογραφή, οι περικοπές, ευτυχώς δεν έχω δάνειο, δυστυχώς δεν έκλεψα, ξυπνάω ξημερώματα να κάνω τα χιλιόμετρά μου δίπλα στη θάλασσα, σε μια πόλη ακόμη κοιμισμένη. Δε βλέπω πια παράξενα όνειρα.
Παραμονεύω από το μπαλκόνι την κίνηση στους κάδους του ALDI της Καλαμαριάς, ρακοσυλλέκτες, γύφτοι, συνταξιούχοι, οικογένειες, όσοι δε μπορούν να σκύψουν έχουν μαζί τους ένα παιδί και το βάζουν μέσα στον κάδο να ψάξει για ζαρζαβάτια. Οι πιο συστηματικοί έχουν κι ένα μπουκάλι νερό στο πορτ μπαγκάζ και πλένουν τα χέρια στο τέλος. Οι υπάλληλοι πήραν - κατά το νόμο- την ειδοποίηση της απόλυσής τους έξη μήνες νωρίτερα. Σου λένε ακόμη "καλημέρα" και "ευχαριστούμε" στο ταμείο και αγγίζουν τα προϊόντα με γάντια. Η μεταπολίτευση επιτέλους ολοκληρώθηκε, πιο βάρβαρα από ότι είχε αρχίσει.
Παρακολουθώ ειδήσεις, σιδερώνω τα πρόχειρα μπλουζάκια για την προπόνηση του μεγάλου και βλέπω κάτι άλλα παιδιά σε μια κηδεία, με μαύρα μπλουζάκια, μπροστά έχουν μια φωτογραφία ενός δημοσιογράφου στάμπα και πίσω ένα στόχο, "θα φωνάζω" λέει η μπλούζα και το ζω με κόκκινο. Ο σκοτωμένος είχε μάθει τη δουλειά του στο κίτρινο.
Βλέπω το ίδιο βράδυ κι έναν άλλο δημοσιογράφο-κομιστή, με μπλουζάκι κι αυτόν, χιουμοριστικό αλλά με μήνυμα, δίπλα του στήθη, γάμπες, λικνίσματα, μαθαίνω ότι ήταν το αφεντικό του στόχου που αγιοποιήθηκε και πως πάλι έχουμε χούντα γιατί σκοτώνονται ανεξάρτητοι, ελεύθερα διαπλεκόμενοι δημοσιογράφοι.
Σκέφτομαι πως είναι κρίμα κι άδικο η βία και θάνατος, σκέφτομαι πως είναι κρίμα κι άδικο η αμορφωσιά και η παραπλάνηση. Και πιο κρίμα και περισσότερο άδικο το στρεβλό, βλογιοκομμένο πρόσωπο ενός δημόσιου λόγου που φωνάζει όντως, τσιρίζει, αποκαλύπτει τα προφανή -για την ίδια την αποκάλυψη- έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού την όψη του καρατζαφύρερ, πιπιλίζει το αυτονόητο, εμπορεύεται το συναίσθημα, γιγαντώνει το τίποτε και το βαφτίζει ελευθερία, πολιτική και δημόσιο ήθος.

Τι φης; Νεφέλης αρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Ένα πουκάμισο αδειανό


Λένε ότι η ιστορία "έχει" τους δικούς της τρόπους να ολοκληρώνεται, ότι "ειρωνεύεται", ότι "εκδικείται", λένε πολλά.
Μάλλον τίποτε. Ιστορία είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι και η ατέρμονη διαπλοκή του φόβου τους, του θυμού τους, της ελπίδας τους. Κάποιοι άνθρωποι λοιπόν βρήκαν και διέσωσαν από τη χωματερή της εθνικής αφασίας τα ιστορικά τεκμήρια της δολοφονίας Λαμπράκη. Τα ενδύματα των θυμάτων, ένα χειροπιαστό κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, πόλης διάσημης για τα φαγιά, τον ερωτισμό, τους φραπέδες, τον Ψωμιάδη και τις πολιτικές δολοφονίες ενός αιώνα. Δυο χαρτόκουτα από τα αζήτητα του αρχείου του Δικαστικού Μεγάρου, ματωμένα πουκάμισα και μονά παπούτσια, το πράγμα θα μπορούσε να έχει και αλληγορικό χαρακτήρα. Σαράντα εφτά χρόνια μετά εμφανίστηκαν και ίσως σημαίνουν ακόμη κάτι, για κάποιους.
Μας μεγάλωσαν να πιστεύουμε ότι ο Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε στις 22 Μαΐου του 63 από την παλατιανή συνωμοσία και το παρακράτος, εξαιτίας της αριστερής και φιλειρηνικής του στάσης. Τις τέσσερις μέρες που βάστηξε η νοσηλεία του - κλινικώς νεκρού - βουλευτή στο ΑΧΕΠΑ εκατοντάδες ανθρώπων περίμεναν νύχτα μέρα απ' έξω. Ο πατέρας και η Βασιλική, έγκυος επτά μηνών στο γρασίδι του ΑΠΘ. Κάποιοι λένε ότι ο Λαμπράκης είχε ήδη κάνει αίτηση εισδοχής στην Ένωση Κέντρου. Ο Παπανδρέου, εκλεκτός του αμερικανικού παράγοντα, θα έμενε στη σκιά. Αλίμονο.
Γεννήθηκα ακριβώς δυο μήνες μετά την επίθεση στην οδό Σπανδωνή. Στα συλλαλητήρια της επόμενης χρονιάς ο πατέρας ορμήνευε τη Βασιλική πού θα καταφύγουν αν χτυπήσει η αστυνομία, είχα μάθει το "ένα, ένα, τέτελα" και οι χωροφύλακες την παρατηρούσαν :
-Μαζέψτε, κυρία μου, το παιδάκι σας.
Ήταν μια Παρασκευή του Μάρτη το 85 όταν ο Σαρτζετάκης έγινε Πρόεδρος και εμείς ανηφορίζαμε στην ταβέρνα του Βλάχου, στο Τσινάρι. Πιστέψαμε ότι, ναι, η ιστορία εκδικείται. Οι αφελείς.
Ο Τίγρης ίσως είχε κάτι "άλλο" να πει. Μια εκδοχή φρικαλέα στην απλότητά της. Μα ο Τίγρης ήταν και γραφικός. Τι βάση να δώσει κανείς. Το σπιτάκι στο νταμάρι της Ευαγγελίστριας ήταν βαμμένο ώχρα. Εγώ καμιά εικοσαριά χρονών.
-Θα ήθελα τον κύριο Χατζηαποστόλου.
Φορούσε μια κόκκινη αθλητική φόρμα και έκανε μεγάλες κινήσεις με τα χέρια του. Δέχτηκε το μικροποσό που έστειλε ο πατέρας μου με συγκατάβαση ξεπεσμένου ηγεμόνα. Στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν με καταπράσινα κοστούμια και ένα είδος αυτοσχέδιας λατέρνας με σημαιάκια και λάβαρα. Ο πατέρας θύμωνε. Η επίσκεψη στην Ευαγγελίστρια δεν επαναλήφθηκε ποτέ.

Το μνημείο στη συμβολή Ερμού και Σπανδωνή, οι πατρικές εμμονές, η οικογενειακή ιστορία, η Θεσσαλονίκη των φαντασμάτων, οι συλλογικές και προσωπικές αυταπάτες, όλα που με κράτησαν στην αγκαλιά τους, με έθρεψαν και με έφεραν ως εδώ. Ο καιρός που ζούμε, η πίκρα, η αίσθηση της ήττας και της αδικίας. Τα πλήθη που πήγαν σπίτι τους, η απαξίωση της πολιτικής, η κυριαρχία του εύκολου. Ο Σπηλιωτόπουλος στο πρωινό του MEGA, το θράσος που δε γνωρίζει τον εαυτό του, η επιθετικότητα της ενοχής. Το χυδαίο είναι κυρίαρχο.
Ναι, θα πάω να δω το πουκάμισο όταν εκτεθεί. Δε ξέρω αν οι μεγάλες αφηγήσεις της ιστορίας έχουν τελειώσει, όπως λένε. Θέλω να διατηρώ το κομματάκι εκείνο που μπορεί και να με ξεγέλασε, μπορεί και να με μπέρδεψε αλλά είναι δικό μου. Κι αν έχω επιτέλους κάτι μαθημένο από όλα τούτα είναι να φοβάμαι εκείνους που δε νιώθουν τίποτε από το κοινό δικό τους. Ούτε καν τις αυταπάτες.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Τι πόθους και τι πάθος



Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Όταν ο Σεφέρης έγραφε την "Άρνηση" έβαλε μια πάνω τελεία στον προτελευταίο στίχο. Όταν ο Θεοδωράκης συνέθεσε τo τραγούδι δεν κατάφερε να κάνει το Μπιθικώτση να την τραγουδήσει. Όταν το τραγούδι πέρασε στα χείλη του κόσμου άλλαξε τίτλο και έγινε" Το περιγιάλι".
Η γιαγιά μου δεν ήξερε το Σεφέρη, την πάνω τελεία και την 'Άρνηση". Ήξερε μόνο ότι το "Περιγιάλι" ησύχαζε το μωρό, το πρώτο εγγόνι. Που, πες-πες ,το έμαθε το τραγούδι και το απαιτούσε με τον τρόπο που τα πρώτα εγγόνια ξέρουν να απαιτούν.
Στο σόι μου τα παιδιά τα τραγουδάμε μέχρι μεγάλα. Με το ¨Περιγιάλι" νανούρισα κι εγώ, ήταν πια μέρος της οικογενειακής μυθολογίας. Επίσης με την πάνω τελεία φευγάτη. Ήξερα λίγο περισσότερα από τη γιαγιά μου για το Σεφέρη, ήξερα και την πάνω τελεία, αλλά και πάλι μου άρεσε να σκέφτομαι τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής και τι λάθος είχαμε κάνει στη ζωή μας. Τι λάθος μπορούσαμε να έχουμε κάνει.
Τα παιδιά μου μεγάλωσαν πολύ. Τώρα ακούνε σιωπηλά τραγούδια , υπόηχους και υπέρηχους μόνο για τα δικά τους αυτιά. Έξω από το σπίτι ακούγονται τα τραγούδια μιας άδικης εποχής και εγώ προσπαθώ να κάνω τη σούμα των προσωπικών μου αρνήσεων. Άραγε αυτό ήταν το λάθος;
Ό άνθρωπος με τη μωβ γραβάτα και έναν έρπη σε αποδρομή, μου είπε πριν λίγη ώρα ότι πρέπει ν' αλλάξουμε ζωή. Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, το Σεφέρη και το "Περιγιάλι". Τότε ήταν ο παππούς του στο ίδιο βήμα, δεν υπήρχε η MIG, ο κόσμος που φώναζε ήξερε ένα τουλάχιστον άρθρο του Συντάγματος και οι τρεις άνθρωποι που κάηκαν ήταν αγέννητοι.
Δε μπορώ ξέρω τι θα τραγουδάει ο κόσμος σε πενήντα χρόνια. Μπορεί να έχουν τελειώσει τα νανουρίσματα. Μπορεί όχι. Τα παιδιά μου θα έχουν εγγόνια. Μπορεί και όχι. Θα έχουν τελειώσει τουλάχιστον τα λάθη;


Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Curriculum vitae

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, από σόγια που μόλις σήκωναν κεφάλι μετά την προσφυγιά, την κατοχή και τον εμφύλιο. Οικογενειακό μότο το "χρυσό βραχιόλι". Πήρα το πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας το 1985. Ήμουν 22 χρονών.
Έπιασα δουλειά το 1986. Παντρεύτηκα συνάδελφο , πήραμε οπελάκι από χέρι και πήγαμε να ζήσουμε στα ενενήντα μέτρα της γονικής αντιπαροχής. Κάναμε δυο παιδιά δικά μας και νομίσαμε ότι και τα άλλα, τα ξένα, είναι και αυτά κάπως δικά μας. Πιστέψαμε πως το δημόσιο σχολειό πρέπει να είναι ένα μέρος όπου η ανθρωπιά ανθίζει και δένει φρούτα, από εκείνα που γλυκαίνουν τη ζωή και κάνουν τον κόσμο κατοικήσιμο. Και έτσι πορευτήκαμε.
Η μόνη συνδιαλλαγή που είχαμε με το πολιτικό και επαγγελματικό σύστημα ήταν ρήξεις. Και αρνήσεις. Δε γίναμε στελέχη πουθενά, δεν ωφεληθήκαμε σε τίποτε, δε γίναμε πελάτες κανενός, δε φοροδιαφύγαμε δεκάρα, δε λουφάραμε, δεν κάναμε ιδιαίτερα μαθήματα και δεύτερη δουλειά, δεν πήραμε ποτέ κανενός είδους δάνειο, δε μετακομίσαμε, δεν αποκτήσαμε έπιπλο κουζίνας, εξοχικό, σκάφος, δευτερότριτο αυτοκίνητο, τζιπ και πιστωτικές. Μπορούσαμε. Δεν το θεωρήσαμε συμβατό με την πραγματικότητά μας.
Το φθινόπωρο του 2006 απεργήσαμε για έξη εβδομάδες με πόνο και περηφάνια. Οι γονείς του σχολείου διαμαρτύρονταν γιατί χάνονταν μαθήματα. Δεν είχαν απεργήσει ποτέ. Από το σύλλογό μας ήμασταν δεκαέξι άνθρωποι αυτοί που άντεξαν και δεν έσπασαν την απεργία. Οι υπόλοιποι είχαν δάνεια.
Σήμερα απεργούμε. Τα παιδιά μας, τα βιολογικά, λένε στους φίλους τους ότι είναι παιδιά απεργών. Τα άλλα, τα ξένα, μάθανε το πρώτο γράμμα, το άλικο, και τι σημαίνει θυμός. Οι γονείς ακόμη διαμαρτύρονται. Αλλά δεν απεργεί κανείς. Οι συνάδελφοι εξακολουθούν να έχουν δάνεια.
Ο κόσμος που περιμένει τα παιδιά τους δεν είναι κατοικήσιμος Ο κόσμος που περιμένει και τα δικά μου παιδιά δεν είναι κατοικήσιμος. Δεν τον έφτιαξα εγώ. Το πρόβλημα είναι ότι δε μπορώ ούτε και να τον αλλάξω.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Μπλέξαμε

Ήρθε μια Ρωμιά στην Πόλη. Με παιδιά, σύζυγο, μπαγκάζια, αναπαραστάσεις ενός χαμένου παραδείσου και αχόρταγα μάτια. Αυτή ήταν λοιπόν, η ίδια άγνωστη πόλη που είχε κάποτε δει στ' όνειρό της. Κι η Ρωμιά, που ακόμη δεν πίστευε στην αταβιστική μνήμη, ένιωσε - πολύ απλά - ότι γύριζε σπίτι της.
Να έφταιξε η οικογενειακή μυθολογία, οι παππούδες που φύγαν άρον άρον - ποιος λιποτάκτης, ποιος πρόσφυγας - μήπως η εθνική εμμονή;  Λωξάντρες και Φάνηδες; Μήπως κάποιοι άλλοι νοσταλγοί ταξιδευτές;
Μπου ντουνιά τσαρ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.

(...) Ο άνθρωπος έσκυψε να ίδη.
Υψηλή μορφή, με λευκόν σαρίκι, με μαύρην χλαίναν και χιτώνα χρωματιστόν, είχε σταθεί ενώπιον του σαλεπτσή.
-Πού σ' αυτόν τον κόσμο;
-Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
-Άσκολσουν... υπεψιθύρισεν ο σαλεπτσής.
Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπον, αλλά το ένδυμα. Κάθε άλλος θα τον εξελάμβανεν ως φάντασμα. Αλλ' αυτός δεν επτοήθη. Ήτο απ' εκείνα τα χώματα.
Είχεν αναφανή. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν;Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος; (...)
 ( Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης)

Και πήραν όλοι αυτό που γύρευαν. Ο σύζυγος, φαρσί επιτέλους τη γλώσσα που άκουγε νύχτα μέρα στο πατρικό,  αξιώθηκε να μοιράζει μπακτσίς δεξιά και αριστερά, καταευχαριστημένος που μπόρεσε να ζήσει σε κλίμακα τη ζωή των παππούδων. Ο γιος, με πολεμικό ύφος μπροστά στη Μεγάλη του Γένους,  κουτρουβάλησε κατόπιν προθυμότατα στα μπεζεστένια και βρήκε με τη μύτη  σαράφικο να αγοράσει τον πρώτο του χρυσό. Η ακριβοθυγατέρα,  με τη λαμπαδίτσα   και τα πασχαλινά της στην καρδιά του Ταξίμ, λίγο τρομαγμένη αλλά περήφανη γιατί προβιβάστηκε επιτόπου  από τα γκαρσόνια της Istiklal  στην τάξη των kucuc hanim. Και η Ρωμιά της ιστορίας μας;
Βρήκε τα μνημεία στην ορισμένη θέση της συλλογικής μνήμης,  τα μιλιούνια των ανθρώπων στους δρόμους, τη ντεκαντάνσια των μεγάρων στο Σταυροδρόμι πολύ του γούστου της, τις σεβάσμιες  πλάτες του Πατριάρχη στον Αη-Γιώργη, Μεγάλη Παρασκευή απογευματάκι, ό,τι πιο κοντινό έμεινε σε βυζαντινό αυτοκράτορα και μια μικρή μαθήτριά της να φωνάζει "κυρία, κυρία" κάτω από την κλειστή πύλη.
Σιργιάνησε και τα καινούρια ελλαδίτικα τουριστικά κλισέ. Πώς γνώρισε η Γιάννα Ολυμπιοδασκαλάκη τον μετέπειτα της σύζυγό στο Φανάρι , ω, με συγχωρείτε, ήταν τυχαίο , και μετά βάλθηκε να γίνει ό,τι πιο κοντινό έμεινε σε βυζαντινή αυτοκράτειρα, πώς αγωνίστηκε το παλικάρι ο Σάκης στην Τουρκοβίζιον, ως άλλος Παλαιολόγος, πού γυρίστηκε η Πολίτικη κουζίνα και το πιο πρόσφατο τούρκικο σήριαλ, για περάστε, για περάστε.

Είδε το Βόσπορο στη νύχτα και στη μέρα του, α, το Βόσπορο...  Είδε και το Μαρμαρά.

Mavi Marmara. Ποιο μαβί δε γίνεται. Τα πεύκα της Χάλκης, τα πεταλάκια της Πρίγκηπος και η ανάμνηση, από δεύτερο χέρι, μιας άλλης ζωής. Το αεράκι των μπουγαζιών και ο πρωθύστερος νόστος που - επιτέλους - ικανοποιήθηκε.

Και στο φλεγόμενο Σισμανόγλειο Μέγαρο στην Ιστικλάλ - μιας απλής απρονοησίας του Προμηθέα - είδε το πρόσωπο της πατρίδας που ξέρει να προκόβει κυρίως και κατά προτίμηση έξω από τα όριά της.

Αυτά τα τσουρούτικα, μίζερα όρια ενός εθνικού κράτους που  κόστισε  αίμα και  ξεριζωμό, ανδρώθηκε με μεγάλες ιδέες,  αξιώθηκε την αίγλη της αρπαχτής, για να καταλήξει στα τωρινά καζάντια. Κοινώς, φωτιά στα μπατζάκια μας.

Πάντως η Ρωμιά της ιστορίας μας βρήκε και την έξοδο Mahmutpasa στο Καπαλί Τσαρσί και κατηφόρισε στη βαθιά Τουρκία του Εμίνονου. Καλντιρίμι,  γυναίκες με σαλβάρια, μαγαζιά με κεφαλομάντηλα και ρουχαλάκια πριγκίπων για τη μέρα της περιτομής. Μέχρι το Kurkcuhan, όμοια κι απαράλλαχτα κατά τα άλλα με τα γενέθλια Καπάνια, της φτωχιάς εξαδέλφης από την επαρχία. Εκεί και το Gulum Yun, δηλαδή Nako el Orgu Yunleri. Εκεί και το μαγκιόρο κασμιράκι για να πλεχτεί το ρούχο -  ενθύμιο του ταξιδιού,  εκεί έμποροι με ταχύτατα αντανακλαστικά , biraz para κατά τα άλλα. Εσύ εμένα διες, στην Πόλη  πλέκουν και άντρες.
Ο πατέρας της Ρωμιάς μας, βέβαια, ποτέ χρησιμοποιούσε το ρήμα "έπλεξε", αλλά το  "έμπλεξε", ως εξής: Μπλέκω, μπλέκεις, μπλέκει. Μπλέκουμε, μπλέκετε, μπλέκουν. Κι η ίδια,  πρώτη από τους δικούς της που γύρισε πίσω, ενενήντα χρόνια μετά το φευγιό, έτοιμη από παλιά να πιαστεί στη γοητεία αυτού που άκουγε πάντα να το λένε "πατρίδα" , θα του απαντούσε:
-Ναι, μπαμπά, μπλέξαμε. Μπλέξαμε για τα καλά.












Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Take me back

`
Σας έχω μιλήσει καθόλου για το Ravelry; Το Facebook του πλεξίματος. Ιστότοπος κοινωνικής δικτύωσης με άλλα λόγια. Τώρα που μιλάμε έχει 313.883 εγγεγραμμένους και αν κάνεις αίτηση σήμερα θα περιμένεις 7 μέρες για γίνεις μέλος. Αύριο θα έχουν αλλάξει και οι δυο αριθμοί. Λαός. Ένας παγκόσμιος λαός με κοινό πάθος, το πλέξιμο. Μπαίνεις και ζαλίζεσαι.
Τι θες και τι δε θες. Δημοσιεύεις το προφίλ σου και αρχίζεις το ψάξιμο. Θέλεις τζαμπαντάν πατρόν; Έχει. Θέλεις τους αγαπημένους σου σχεδιαστές ταξινομημένους, αρχειοθετημένους, πρωτοκολλημένους και ωραίους; Έχει. Θέλεις να δεις πόσοι άνθρωποι στον κόσμο πλέκουν το ίδιο με σένα μοντέλο και πώς το ερμηνεύουν; Κι από αυτό έχει. Θέλεις να διαλαλήσεις urbi et orbi το σχέδιο που σκέφτηκες; Πολύ ωραία! Θα βρεις σε καναδυό μέρες μήνυμα από το Κλοντάικ ή από τη Γη του Πυρός ή από καμιά φάρμα της Νέας Ζηλανδίας ότι πολύ τους άρεσε και θα το πλέξουν. Και θα σου στείλουν και τη φωτό. Κρεμάς λοιπόν τα έργα των χεριών σου δίπλα σε εκατομμύρια άλλα και νιώθεις τη μαγική εγγύτητα του παγκόσμιου χωριού με πρόσχημα το πλέξιμο.
Μα πάνω απ' όλα Raverly σημαίνει groups. Μάλιστα. Τι θέλετε; Ανθρώπους που πλέκουν και έχουν την καταγωγή τους κοινή; Θαυμάσια. Δεκάδες εθνικά groups. Ανθρώπους που αγαπούν τις γάτες και πλέκουν; Με τι κιλό. Άλλους που αγαπούν τα παπαγαλάκια και τον Ομπάμα ή που αγαπούν τα παπαγαλάκια και μισούν τον Ομπάμα; Ό,τι βάλει ο νους, υπάρχει. Λάτρεις της Αρχαίας ελλάδας και της ταινίας "300", κάτοικοι του πολικού κύκλου, οπαδοί του Οξαποδώ , λάτρεις του πορνό,του Herbie του θρυλικού VW, του Humfrey Bogart, του μεταμεσονύχτιου πλεξίματος, των ανασκαφών και του παγωτού με γεύση τρεχαγύρευε. Οι πάντες που μπορούν να κρατήσουν δυο βελόνες και ένα ποντίκι μπαινοβγαίνουν στο Raverly το οποίο ( σε ελεύθερη μετάφραση) σημαίνει Μπλεγμένο , σαν της τρελής τα μαλλιά. Ένας αληθινός ιστός, πολυπλόκαμος και διασκεδαστικός.
Και βεβαίως δε θα μπορούσε να λείπει ο Μάρτης από την -παγκόσμια- Σαρακοστή. Η γαλανόλευκη κυματίζει σε δυο ελληνικά groups, στο ένα moderator η αφεντιά μου.


Το Hellas έχει σήμερα 47 μέλη, γυναίκες κυρίως, από παντού. Κοινό χαρακτηριστικό η ελληνική καταγωγή ή το ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Μικρές ιστορίες παρουσίασης από την καθεμιά, που πασχίζουν να χωρέσουν κομμάτια της ζωής τους. Κρεμούν τα πλεκτά τους, σεργιανούν τα πλεκτά των άλλων, κομπλιμεντάρουν και τα περνούν στα αγαπημένα τους, ανταλλάσσουν τα νήματα που περίσσεψαν,ζητούν διευκρινίσεις, συναντιούνται σε πραγματικό τόπο και χρόνο.
Κι εγώ ακούω. Και μιλάω. Για το Ζορμπά, τη Σαλονίκη, τον Παπαδιαμάντη και τις ταραχές του Δεκέμβρη. Για το πως πλέκουν οι γριές στην ελληνική ύπαιθρο. Και γνωρίζω ανθρώπους με ένα τρόπο που δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Και κάνω και το κέφι μου, μ' ένα κλικ του ποντικιού. Να, όπως προχθές που γράφτηκα στο Knistanbul. Ένα group για όσους πλέκουν και είναι από την Πόλη ή όσους αγαπούν την Πόλη. Μπήκα, συστήθηκα με το θάρρος της Ρωμιάς που γυροφέρνει ένα παράδεισο οριστικά χαμένο και τους είπα ότι η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από τη Μικρασία και την Προποντίδα.'Οτι ο παππούς μου είχε βγάλει στην Πόλη δίπλωμα οδήγησης επί Σουλτάνου -με αύξοντα αριθμό μέσα στην πρώτη εκατοντάδα παρακαλώ. Και περίμενα.
Ε, δε σκοτώθηκαν να με καλωσορίζουν, αυτό είναι βέβαιο. Χλιαρά τα πράγματα. Ως φαίνεται η περίφημη ελληνοτουρκική φιλία δεν καρπίζει άμα δεν υπάρχει και λίγος παράς στη μέση.
Όμως, τι πειράζει; Ταξίδεψα εγώ στην Πόλη των παππούδων; Δοκίμασα την παράξενη γοητεία της νοσταλγίας για κάτι που δεν έχω δει, δεν έχω ζήσει αλλά το θεωρώ οικείο; Το μόνο πρόβλημα ότι δε μπορώ να διαλέξω ποια version , η αγγλική ή η γαλλική του παλιού swing μου αρέσει περισσότερο. Ακούστε και τις δυο και πείτε μου τη γνώμη σας:



Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Τα χρώματα της Ίριδας

Πριν 90 χρόνια,στον Πειραιά, στις 4 Νοέμβρη του 1918 ( 13 Νοεμβρίου, με το παλιό) , στις 10.30 το πρωί, τα γραφεία της Πανελλήνιας Ένωσης Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού, που βρίσκονταν στο δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου "Πειραιεύς" φιλοξενούσαν τη στιγμή που δείχνει αυτή η φωτογραφία.



Ο όρθιος, με τον αριθμό 9, είναι ο μηχανικός, με καταγωγή από τη Μπάλια της Μικρασίας,  Σταμάτης Κόκκινος.
Με τον αριθμό 15 σημειώνεται ο  Πειραιώτης Μιχάλης Σιδέρης.
Στο 19 ο Σαλονικιός Αβραάμ Μπεναρόγια(ς) , ο ιδρυτής της Φεντερασιόν, αντικρίζει το φακό του φωτογράφου κατάματα και δεν ξέρει ότι θα πεθάνει λησμονημένος απ' όλους, πλήρης ημερών, στο κράτος τους Ισραήλ.
Ο αριθμός 20 δείχνει το Νίκο Γιαννιό, από την Άνδρο, ο οποίος ήταν αρχισυντάκτης στη σοσιαλιστική εφημερίδα "Ο Λαός" που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη.
Τέλος, στον αριθμό 5 είναι ο νεαρός Μιχάλης Οικονόμου. Δε γνωρίζω αν πρόκειται για τον κατοπινό σπουδαίο, αν και παραγνωρισμένο, ιμπρεσιονιστή ζωγράφο.
Ανάμεσά τους βρίσκονται ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος, ο Πεχνά Ανζέλ και άλλοι που δεν έχουν ταυτιστεί, τουλάχιστον από όσο εγώ ξέρω.
Πρόκειται για τη στιγμή της ίδρυσης του ΣΕΚΕ( Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) που αργότερα μετονομάστηκε ΚΚΕ.
Είχαν προηγηθεί άλλες προσωπικότητες και σημαντικοί αγώνες του εργατικού κινήματος, πρότερα σχήματα, διάφορα ιδεολογικά ρεύματα και ζυμώσεις. Ωστόσο εκείνο το γεγονός που υπήρξε καθοριστικό για να βρεθούν μαζί, όλοι όσο φαίνονται γύρω από το τραπέζι της Ένωσης μηχανικών ατμόπλοιων, ήταν ο Μεγάλος Οκτώβρης που ένα χρόνο πιο μπροστά είχε ξεσπάσει με τη δύναμη μιας θύελλας.
Όχι τελείως αυθαίρετα, υποθέτω ότι ο Σταμάτης Κόκκινος κανόνισε τη χρήση της αίθουσας της ένωσης μηχανικών, μια και ο ίδιος ήταν μέλος της.
Εξάλλου, όπως φαίνεται και στα πρακτικά αυτού του Α΄Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου ( έκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Αθήνα 1982) ο ίδιος ο Κόκκινος παίρνει πρώτος το λόγο, ως μέλος της οργανωτικής επιτροπής και προσωρινός πρόεδρος:
[...] Κόκκινος: Εξηγεί ότι η αίθουσα εις την οποίαν συνεδριάζομεν δεν ανήκει εις το Σοσιαλιστικόν Κόμμα και ως εκ τούτου δεν πρέπει να κάμει εις το κοινόν η διακόσμησις, η κάθε άλλο παρά σοσιαλιστική, εντύπωσιν. Εύχεται όπως εις το ερχόμενον συνέδριον έχωμεν αίθουσαν ιδικήν μας, όπως ημείς θέλωμεν. [...]
Το μοναχικό πορτραίτο του Μαρξ, πίσω από τη ράχη του Κόκκινου νομίζω ότι μας λέει ακριβώς την ίδια μικρή ιστορία.



Το πρώτο αυτό, το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, υιοθέτησε -μετά από σκληρή αντιπαράθεση, λένε οι πηγές- τη θεωρία της πάλης των τάξεων για ιδεολογική βάση και την επιδίωξη της κυριαρχίας του προλεταριάτου ως πολιτική δράση. Σήμερα μας φαίνεται αδύνατο να είχε συμβεί κάτι άλλο. Το αυτονόητο και πώς το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, εννενήντα χρόνια αργότερα...
Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Τα λάθη, οι νίκες, οι ήττες,οι θρίαμβοι, οι τραγωδίες, οι διαψεύσεις, τα εγκλήματα, οι άθλοι.
Σε μένα ανήκει μόνο η ανάμνηση του ανθρώπου που θέλω να πιστεύω ότι κρέμασε το πορτραίτο στον τοίχο πριν σταθεί από κάτω για τη φωτογραφία. Μισό αιώνα αργότερα, τον είδα στο μπαλκόνι του τριώροφου σπιτιού του, στον αριθμό 17 της οδού Βλάση Γαβριηλίδη , στην Καλαμαριά. Σε βαθιά γεράματα, ήταν πια ο "γερο- Κόκκινος". Έτσι τον αποκαλούσε ο πατέρας μου. Φτυστός ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με λευκό μουσάκι, διόπτρες και χακί δίκοχο, ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω από μίμηση ή σύμπτωση. Στην άσφαλτο μπροστά στο σπίτι , χυμένα νερά, ανάκατα με λάδια αυτοκινήτου. Οι μεγάλοι είχαν έρθει για επίσκεψη και εμείς, μικρά, παίζαμε έξω.Ήταν απόγευμα και ο ήλιος θα έγερνε προς το Καραμπουρνάκι. Τα λάδια γυάλιζαν και στη γυαλάδα τους η άσφαλτος έλαμπε με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Έσκυβα με ενδιαφέρον και τα χάζευα. Ο λευκός γέροντας ακούμπησε στα κάγκελα και μου είπε:
-Φύγε, μη τα πιάνεις αυτά, είναι βρομιές.
Δε θυμάμαι πόσων χρονών ήμουν. Λιγότερο από δέκα, μάλλον. Κι ούτε μπορούσα να γνωρίζω τότε ποιος ήταν στ' αλήθεια ο "γερο- Κόκκινος", αν και το όνομά του ηχούσε στα παιδικά αυτιά με παράξενη αίγλη.
Αργότερα, πολύ αργότερα,όταν ο Κόκκινος δε ζούσε πια, ο πατέρας μου έδειξε περήφανος την ιστορική φωτογραφία, κομμένη από εφημερίδα, στοργικά επισκευασμένη με τσιρότο και φυλαγμένη μέσα στον τόμο των πρακτικών του ιδρυτικού συνεδρίου. Αυτός ήταν και ο τρόπος του να μας μαθαίνει την οικογενειακή ιστορία και την ιστορία εν γένει. Βουτηγμένος στο συναίσθημα. Ένα ή πολλά συναισθήματα αγάπης, θαυμασμού, μα πάνω απ' όλα καθήκοντος ,σταθερότητας και τιμής που τον έκαναν να τραβήξει το μακρύ και οδυνηρό μονοπάτι της ζωής του πιστός σε ό,τι διάλεξε, είτε επρόκειτο για τους ανθρώπους είτε για τις ιδέες τους.
Στην κατοχή ο Κόκκινος δούλευε μηχανικός στο εργοστάσιο του Αλλατίνι, αυτό που στέκει ερείπιο σήμερα στην αρχή της Σοφούλη και περιμένει την "αξιοποίησή "του από τις κατασκευαστικές. Στο ίδιο εργοστάσιο δούλευε και ο παππούς μου, ο πρόσφυγας μηχανικός από τα ορυχεία της Μπάλιας και ο πατέρας μου, έφηβος εργάτης. Με μια μαούνα μετέφεραν το στάρι από το λιμάνι στις εγκαταστάσεις του Αλλατίνι, αυτόκλητοι ναυτικοί που δεν έμαθαν κολύμπι μέχρι το τέλος της ζωής τους. Εκεί κατοικούσε ο Κόκκινος με τη γυναίκα του, θεία του πατέρα μου, και τα τέσσερα παιδιά του, δυο αγόρια, δυο κορίτσια, στο ωραίο νεοκλασικό διώροφο που σώζεται ακόμη στον περίβολο του εργοστασίου. Την τελευταία κόρη της οικογένειας την κηδέψαμε, πλήρη ημερών, πρόπερσι το καλοκαίρι. Εκτός από τις γυναίκες που τη φρόντιζαν στα στερνά της, ελάχιστοι συγγενείς παραβρέθηκαν μετά από ενός αιώνα γεννήσεις, θανάτους, οικογενειακές έχθρες και αμοιβαίες συμβάσεις.
Λοιπόν, τι θα είχε ακολουθήσει αν τότε άλλες απόψεις είχαν επικρατήσει και άλλες αποφάσεις είχαν παρθεί στην αίθουσα που κανονικά μαζεύονταν οι μηχανικοί των ατμόπλοιων ; Τι θα είχε αποφευχθεί και τι θα είχε αλλάξει; Το εργατικό κίνημα στον τόπο αυτό θα είχε άλλη πορεία; Η αριστερά θα είχε καταφέρει να μιλήσει μια άλλη γλώσσα; Ένας διαφορετικός πολιτισμός διεκδίκησης θα είχε αναπτυχθεί; Οι τωρινές αριστερές συνειδήσεις ( μ΄αρέσουν τα μεγάλα λόγια, το ξέρετε δα) θα ήταν αλλιώτικα διαμορφωμένες; Θα γινόταν οπωσδήποτε ο εμφύλιος; Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε κι αυτές τελείως αδόκιμες.
Μικρή σαν ήμουν, νόμιζα ότι πριν τις έγχρωμες φωτογραφίες ο κόσμος δεν είχε χρώματα και οι άνθρωποι περπατούσαν σαν που έβλεπα στα βουβά φιλμς. Τώρα που μεγάλωσα ψάχνω να βρω τι δεν πήγε καλά με τον επιχρωματισμό που βάλαμε από μόνοι μας στα γεγονότα.
Ο θείος Κάρολος βεβαίως, ψοφούσε για μαιευτικές μεταφορές και έλεγε ότι η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Για την ακρίβεια έλεγε ότι η βία είναι μαμή για κάθε παλιά κοινωνία που εγκυμονεί μία καινούργια. Δε σας φαίνεται όμως κι εσάς ότι το παιδί που ξεγέννησε με αυτό τον τρόπο ήταν κομματάκι ζαβό;




Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Εξομολογήσεις επί του πιεστηρίου

Πάντοτε ήθελα να αποκτήσω κόρη.
Μερικά πράγματα είναι κατανοητά μόνο ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου. Πείτε το γυναικεία αλληλεγγύη, πείτε το βάρος των απωθημένων, πείτε το τέλος πάντων όπως σας αρέσει. Η επιθυμία μου πάντως ικανοποιήθηκε. Ήμουν οκτώ χρόνια παντρεμένη και ήδη μητέρα ενός κανακάρη.
(Σημείωση, από επαγγελματική διαστροφή: κανακάρης, ο = το πρωτότοκο παιδί που είναι αγόρι. Αν είναι κορίτσι το πρωτότοκο, τότε κανακαρά, η)
Νόμιζα ότι η παρουσία του μεγάλου έφτανε για να με ολοκληρώσει. Πράγματι, του ήμουν, και ακόμη του είμαι, εξαιρετικά αφοσιωμένη. Η πληρότητα των συναισθημάτων ήταν μοναδική και νομίζω παρέλκει να την περιγράψω. Όσοι είναι γονείς δε χρειάζονται άλλες εξηγήσεις. Ειδάλλως τα λόγια είναι λιγοστά.
Και μετά ήρθε η μικρή. Και ένοιωθα τύψεις. Την αγάπησα με ένα τρόπο "λογιστικό". Μην τυχόν και διαπιστωθεί έλλειμμα αγάπης και φροντίδας. Μην τυχόν και τη ρίξω στο ισοζύγιο της οικογένειας. Μην τυχόν και παραδεχτώ ότι η λατρεία και ο θαυμασμός στο πρωτότοκο δεν έχουν ακριβώς την αντανάκλασή τους στο δεύτερο παιδί. Και λίγες ενοχές, και αρκετή ανησυχία γιατί το μικρό δεν ευδοκούσε να έχει την εντυπωσιακή πορεία του μεγάλου. Γνωστά, θα μου πείτε, πράγματα. Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.
Και πέρασαν τα χρόνια. Η μικρή τον άλλο μήνα γίνεται έντεκα. Είναι, τώρα που μιλάμε, το πιο κοντινό μου, επί γης , πρόσωπο.
Που πήγε το νευρικό, λαίμαργο μωρό που έφτασε τα τρία να μιλήσει; Ένα χαρούμενο, πονετικό, αστείο, πνευματώδες κορίτσι, λίγο πριν την εφηβεία του. Αυτοδίδακτη στις κλακέτες , σφυρίζει στο δρόμο όταν τρέχει με το πατίνι της και χάνεται με τις ώρες στο μπαλκόνι, μπρούμυτα στο χαλάκι της να διαβάζει. Εκφραστική, εξωστρεφής, κατέχει την πολύτιμη ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις σκέψεις, τις ανάγκες και τις προθέσεις των άλλων και να τις αξιολογεί. Αλληλέγγυη, κυρίως σε μένα. Μιλάμε με τα μάτια. Μια άλλη γυναίκα, που με καταλαβαίνει. Δημιουργική. Κεντά, πλέκει, κάνει paper crafting. Στρώνει τραπέζια και κρεβάτια με υπευθυνότητα που δεν έλπιζα. Ονειρεύεται να γίνει αρχαιολόγος και θαυμάζει τη Μάγια Τσόκλη.
Και αύριο γίνεται παράνυμφη. Παντρεύεται το κορίτσι που ήτανε παράνυμφη στο δικό μου γάμο. Συγκίνηση και γενικός συναγερμός. Φορέματα αλλάχτηκαν μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο. Παπούτσια παραγγέλθηκαν, αξεσουάρ αποφασίστηκαν. Νευράκια και αγωνίες. Η κομμώτρια βρίσκεται σε κόκκινη ετοιμότητα για το Σάββατο και ένα shrug ξεκίνησε να πλέκεται προχθές, just in case...



FABIA, Schoeller Stahl, 56% polyamid, 44% polyacryl, ιβουάρ. Ανάλαφρο, λουσάτο και γρήγορο. Ο γάμος ξεκίνησε κι εμείς ακόμα πλέκουμε. Βελόνες 6,6.

Αισθάνομαι λίγο σαν πεθερά. Γελάτε; Σας ακούω. Κάπως έτσι μας κοροϊδεύει ο καιρός. Με αγωνίες και προσδοκίες, εκπλήξεις και δώρα. Κι εγώ που μένω παγερά ασυγκίνητη από τους life style γάμους και από τους γάμους εν γένει, τώρα τρέχω να στολίσω μια ζωντανή κούκλα και μετρώ στα κρυφά το χρόνο που πέρασε, το χρόνο που ελπίζω να απομένει. Όχι για να την καμαρώσω νυφούλα. Αλλά για μπορέσω να δω το θαύμα της ολοκλήρωσής της. Να δω τη γυναίκα που θα με αντικαταστήσει στο σύμπαν να χαίρεται ,να αγωνίζεται, να πονάει, να προχωράει.
Έχετε στο νου σας τίποτε καλύτερο;



My daughter is going to be bridesmaid on the wedding of the girl who was bridesmaid to me.
I do feel like a mother in low, a little. Preparations and anxiety and a shrug knitted with needles number 6,6 (metric).
I think happiness is to raise a daughter and to see her grown. I know I have a heir into universe.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Ακόμη εδώ

`Πριν λίγες μέρες διάβαζα στα Νέα, τον Αρανίτση νομίζω, που έλεγε ότι η διαφορά ανάμεσα στον παλαιότερο τρόπο διακοπών και τον σημερινό είναι ότι κάποτε ο κόσμος ξεκινούσε έχοντας στο νου τον προορισμό. Τώρα ξεκινούμε έχοντας την "απόδραση" (τι φρικτή λέξη) ως ανάγκη. Δεν έχει σημασία πού θα πάμε. Σημασία έχει το φευγιό, η απομάκρυνση.
Έτσι κι αλλιώς λίγες είναι πια οι δυνατότητες που έχει ο κόσμος να μας καταπλήξει. Και θυμήθηκα την " αλλαή". Έτσι έλεγε τις διακοπές η Πολυξένη, η τουρκόφωνη Πόντια γιαγιά του άντρα μου που μεγάλωνε τα καλοκαίρια των παιδιών της στη Βάβδο και τη Χαλκιδική. Στην τελευταία μάλιστα πήγαιναν με καϊκάκι, δρόμοι γιοκ στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Κάτι σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία, με τσούλια στο κατάστρωμα και κοφίνια και ζώα ανταμώς με τους επιβάτες. Στις αρχές κάθε Ιούλη λοιπόν με ρωτούσε από την καρέκλα της ,δίπλα στο τζάμι :
- Πού θα πάτε φέτο αλλαή;
Η ίδια, που μετά το θάνατο του άντρα της και μέχρι το δικό της, καμμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα δηλαδή, δεν βγήκε από το σπίτι της πάνω από δυο φορές, ίσα ίσα για τον αρραβώνα και το γάμο μας.
Η λέξη του δικού μου σογιού ήταν "παραθέριση". Παραθερίζαμε στον Πλαταμώνα, το θέρετρο των Λαρισαίων στα χρόνια του πενήντα και κατόπιν. Κυριολεξία. Θεόμακρα , ατελείωτα, αργόσυρτα καλοκαίρια, από τη μέρα που το σχολείο έκλεινε μέχρι την τελευταία στιγμή πριν τον αγιασμό, ίσα για να προλάβουμε να αγοράσουμε τις καινούριες μπλε ποδιές από το Λαμπρόπουλο. Παρέες της Βασιλικής από τη Λάρισα που συναντούσε με ευχαρίστηση γιατί της θύμιζαν την υπαρξιστική της περίοδο (σοβαρά σας μιλώ, έχω δει και το υπαρξιστικό της μοντγκόμερυ στην ντουλάπα), καβγάδες με το σόι της, άπειρες σεμνές πόζες στην παραλία , μάνα με δυο παιδιά πλέον και σιλουέτα ελαφρώς παραγινωμένη. Μας έβγαζε ο φωτογράφος του χωριού που διέτρεχε την ακροθαλασσιά ξυπόλυτος, με ψαθάκι και την μαύρη "Κόδακ" κρεμασμένη στο λαιμό. Αλλιώς, οδηγούσε κόκκινο "κόβερτιμπλ" αυτοκίνητο στους χωματόδρομους δίπλα στα ρέματα που έσκαβαν κάθε χειμώνα τα νερά του Ολύμπου και το παρκάριζε έξω από το φράχτη του σπιτιού του, κατάφορτου με πασιφλόρες. Το άνθος των Παθών του Χριστού, με τους τρεις μαύρους ήλους στην καρδιά του. Το "ρολόι" των λαϊκών γυναικών, για χρόνια πολλά αναρωτιόμουν αν οι δείκτες του γυρνούν. Τώρα σκέφτομαι πως ευτυχώς δε γυρνούν γιατί, αλίμονο, τι θα μέτραγαν;
Ο πατέρας όλη την εβδομάδα στη Σαλονίκη, ερχόταν το απόγευμα του Σαββάτου για να φύγει απόγευμα Κυριακής, με το τρένο πολλές φορές. Ερχόταν για να βρέξει τα πόδια του στο κύμα, να αφήσει τα χρειαζούμενα για την επόμενη εβδομάδα και να μας παίξει στον τοίχο της σκεπαστής βεράντας τα καρουλάκια της " Αργώ Φιλμς" με θέματα από τη μυθολογία , τα παιδικά παραμύθια και την επιστημονική φαντασία . Αμέτρητα βραδινά έντομα, που είχαν διαλέξει και μαύριζαν τον άσπρο ασβέστη , ανακατεύονταν με τους ήρωες και τα τρία γουρουνάκια σε μια μεταμοντέρνα ,θα λέγαμε σήμερα, εικαστική παρέμβαση. Τότε απλώς χαζεύαμε και φωνάζαμε και τα ντόπια παιδιά να παρακολουθήσουν την προβολή που συνήθως τελείωνε με ένδοξα "τραχανά πάρτι" αφού το νέο προϊόν της χρονιάς που έφτιανε η Βασιλική και το άπλωνε στην αυλή, βάζοντας μας να παραφυλάμε και να διώχνουμε τις μύγες, έπρεπε να δοκιμαστεί και επισήμως.
Πίσω από το σπίτι μας η κυρά Κατίνα "πάνιζε" το φούρνο της. Χτιστός θόλος ασβεστωμένος απ' έξω όπου τα μεσημέρια ο ήλιος έκανε τρελλές γκέλες, κατάμαυρη μπούκα που έδειχνε πυρά δόντια από μέσα. Έψηνε ψωμί και φαγητά κα φορούσε μπροστοποδιά και λευκή μπόλια στο κεφάλι, με τον τρόπο των γυναικών του Θεσσαλικού κάμπου, κρύβοντας το στόμα και δαγκώνοντας το πανί. Οι χωριανοί νοίκιαζαν τα σπίτια τους με τη σεζόν στους "παρεπιδημούντες", όπως φώναζε το μεγάφωνο της κοινότητας, αστούς της Λάρισας και με τη μέρα στους πρώτους Βαλκάνιους που σιγά σιγά ξεμύτιζαν στην Πιερία, και οι ίδιοι τους εξαφανίζονταν για δυο μήνες σε αποθήκες και κοτέτσια.
Είκοσι χρόνια και βάλε από το τελευταίο καλοκαίρι εκεί. Μια αιωνιότητα μακριά από τα παιδικάτα μου. Βράδυ παρά βράδυ στον ύπνο μου. Το πιστεύετε; Η εμμονή, λέει, σε κάποιο όνειρο εκφράζει την επιθυμία της επιστροφής. Επέστρεφε, επέστρεφε. Όπως έγραψε και ο Μαρωνίτης στο Βήμα τις άλλες, η λέξη επίστρεφε είναι αφόρητη.
Κατά τα άλλα:


Με Grignasco California ( 100% βαμβάκι μερσεριζέ, μπεζ και σοκολά ) και Schoeller & Stall Limone ( 100% βαμβάκι μερσεριζέ, βεραμάν).


Από το ανοιξιάτικο τεύχος του INTERWEAVE, όπου και λέγεται "A good stripe dress". Στα καθ' ημάς ονομάστηκε "Η θητεία στην πενθερά". Για όσους έχουν διαβάσει το διήγημα του Παπαδιαμάντη "Η θητεία της πενθεράς" ο συνειρμός θα διευκολυνθεί αν πω ότι ξεκίνησε πριν δεκαπέντε μέρες, τη μέρα που η πεθερά μου μπήκε στη Γενική Κλινική με βαριά πνευμονία. Το βεραμάν του φορέματος είναι ολόιδιο με το βεραμάν που φορούν οι αδελφές εκεί. Σύμπτωση.
Πλέξιμο με κυκλική, από πάνω προς τα κάτω, σε τεράστιους ίσιους γύρους, χωρίς καμιά ραφή, χωρίς μέτρημα. Ιδανικό για τις ώρες που κάθεσαι δίπλα στην άρρωστη με το ένα μάτι στο οξυγόνο που γουργουρίζει και πρέπει να διακόπτεις και να συνεχίζεις το πλέξιμο διαρκώς, στο ρυθμό της εισόδου γιατρών και νοσηλευτών.
Έμαθα να φτιάχνω ώμους μονοκόμματους με την τεχνική sort row, τις λεγόμενες κοντές σειρές. Κανονικά δεν έπρεπε να φαίνεται τίποτε στα σημεία όπου διακρίνονται οριζόντιες θηλιές, όπως άλλωστε συμβαίνει στα σημεία που είναι ακριβώς συμμετρικά τους, προς τα επάνω της φωτογραφίας. Next time.

Έμαθα και να αλλάζω χρώμα στις ρίγες χωρίς να δημιουργείται "σκαλοπάτι" στο σημείο της ένωσης. Έμαθα και πώς ανακαλύπτεις συναισθήματα για να φροντίσεις μια γυναίκα που δεν είναι μάνα σου αλλά μάνα σου στάθηκε μέχρι τώρα. Και έμαθα ξανά (μα τι διάλο, φτάνει πλέον) πως το παράδοξο να έχω μάνα φυσική μα να μην έχω στ' αλήθεια έχει το σύστοιχό του στο ότι έχω και μάνα in law που συμπεριφέρεται ως φυσική.
En fine, γκιντίορους εντός τριών ημερών για Αμμουλιανή, εκτός απροόπτου.
Είναι εκεί που προσπαθώ να αναπαραστήσω, σε μικρογραφία, τα παλιά καλοκαίρια. Τα παιδιά μου άραγε αυτό θα ονειρεύονται;
Αλλαή, ελπίζω. Ελπίζω και να προλάβω την πανσέληνο του Αυγούστου. Βγαίνει ακριβώς πίσω από τον Άθω και μια χρονιά την έβλεπα να στέλνει σκοτεινές αχτίνες.
Καλή αντάμωση το Σεπτέμβρη.

Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Τρία χρόνια και τρεις μέρες

Ή αλλιώς οι δυο Βασίληδες. Έζησαν ταυτόχρονα για επτά, σχεδόν, χρόνια. Ο ένας, ο μικρότερος ,ονομάστηκε από τον άλλο, τον μεγαλύτερο.
Ο μεγάλος με φώναζε "αγόρι μου", ακόμη κι όταν είχα την κοιλιά ίσαμε το στόμα. Ο μικρός πάλι, μια ματιά μου χάριζε μόνο, φευγαλέα, και μετά απέστρεφε το βλέμμα. Ήταν ξανθός και κατάλευκος στην ισόβια αθώτητά του και με έκανε να σκεφτώ ότι αν υπάρχουν άγγελοι κάπως έτσι θα πρέπει να είναι. Ο άλλος ήταν πολυκαιρισμένος και σοφός, μελανός και φωτεινός, όπως όλοι οι θνητοί που προλαβαίνουν να δοκιμάσουν τη ζωή.
Ο μικρός μιλούσε με το γέλιο και το κλάμα. Αξιώθηκε πολύ αγάπη και φροντίδα και πόνο. Η μάνα του πολλά χάδια και ξενύχτια του χαρίτωσε και πολλά τραγούδια. Το στερνό του το είπε πάνω από το άσπρο κιβουράκι που πήγα και παρήγγειλα στον εργολάβο με στεγνά τα μάτια και την ψυχή μου. Το τελευταίο βλέμμα που μου έδωσε είχε ένα δάκρυ πάνω από τη μάσκα με το οξυγόνο.
Ο μεγάλος ήταν η Ιστορία από μόνος του. Πλάτανο τον φώναζαν οι συναγωνιστές, οι ίδιοι που στάθηκαν πρωινή τιμητική φρουρά στα μάρμαρα της Αχειροποίητος, αμίλητοι μέσα στην επίγνωσή τους. Λίγες μέρες πιο μπροστά στην νοικιασμένη τηλεόραση του Ιπποκράτειου του είχα δείξει το φευγιό του Χαρίλαου. Ήταν τότε που, σε μια στιγμή διαύγειας ,μου ζήτησε για τελευταία φορά το φύλλο του Ριζοσπάστη. Στο γάμο μου είχε φορέσει σκούρο μπλε ακριβό κοστούμι, όπως είχε δει τον καπετάν Γιώτη να φορά το ίδιο καλοκαίρι, σαν ανέβαινε τα σκαλιά του προεδρικού για να πάρει εντολή κυβέρνησης. Του το είχα έτοιμο αυτό το κοστούμι. Με πουκάμισο καινούργιο περίμενε στη ντουλάπα και με αλλαξιά και παντόφλες δερμάτινες, όπως είναι η συνήθεια.
Ο μικρός πήγε πρώτος. Πήρα ταξί και τράβηξα στο πατρικό μου, να το πω. Ο ταξιτζής ήταν χαρούμενος και φλύαρος. Συνάντησα το μεγάλο πάνω στη διάβαση της Εγνατίας. Κοίταξε τα μαύρα μου και είπε μόνο:
-Πάει; μα δεν ήταν ερώτηση.
Έσκυψα το κεφάλι αμίλητη και του πήρα από το χέρι τα σακούλια με τα ψώνια από το Καπάνι. Ήταν 29 Μαΐου. Οι σαράντα του μικρού έπεσαν την ίδια μέρα με τα γενέθλιά του.
Τρία χρόνια και τρεις μέρες μετά ήταν που το σκούρο μπλε βγήκε από τη ντουλάπα. Οι δυο Βασίληδες γίναν ένα. Με το χρόνο, τη σκόνη του σύμπαντος και το στάρι που από τότε μοιράζονται στο ίδιο γυάλινο μπωλ. Οι δυο Βασίληδες, ο πατέρας μου και ο ανηψιός μου.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Γύψοι και πουτάνα Coca Cola

`

Το ' χουν οι Παπανδρέου φαίνεται να τραυματίζονται τέτοιες μέρες. Μα δε μου μοιάζει για οιωνός.( Για μπας και είναι;) Άσχετο το σημερινό παπανδρεϊκό σπάσιμο, ειρηνικό και αναμάρτητο; Μα και το πατρικό, λέτε να περιείχε κανέναν άπιαστο συμβολισμό για το "γύψο" που φορέθηκε αναγκαστικά από την επομένη; Αν σε κάποιου το μυαλό γίνουν συγκρίσεις, ας μην είναι το δικό μου. Εξάλλου εκείνο το βράδυ εγώ ήμουν μια σταλιά, στα τέσσερα βαδίζοντας. Το σπίτι μας ήταν στο μακρινό προάστιο που το λέγανε Καλαμαριά, τρίτο πάτωμα, βλέπαμε θάλασσα.
Αυτό ήταν και ο λόγος της μετακόμισης από το κέντρο. Η θέα της θάλασσας και ο νέος αέρας που θα γιάτρευε τη Βασιλική από το βαρύ το πένθος για τη μάνα της. Γύρω τα προσφυγικά σπίτια ένα με τα τσαμούρια, αυλίτσες με γκαζοντενεκέδες και τσίγκινα βρυσάκια κρεμασμένα στον τοίχο , ροζ σοβάδες στα δωμάτια. Όλα καλά και γραφικά. Τα πιάτα με τα τηγανισμένα τα ψάρια ανεβοκατέβαιναν από τη γειτονιά ,το καινούριο, άσπρο Ford Cortina του πατέρα εγκαινίαζε τη σημειολογία του πλούτου για το μαχαλά, αλλά ούτε σχολειό μας έστειλαν ποτέ εκεί, ούτε στις παρέες τις καλαμαριώτικες αξιωθήκαμε να μπούμε, μια ζωή επίληδες.

Ακόμη και τα ψώνια έρχονταν από κάτω. Γωνία Μητροπόλεως και Καρόλου Ντηλ ήταν ο "Άκης ο μπακάλης". Μεσοτοιχία πάνω στη Μητροπόλεως το ημιυπόγειο οικογενειακό μαγαζί, "Μετασχηματισταί-Ανορθωταί ΗΣΜΠΑ". Γραφείο καθώς έμπαινες, κατεβαίνοντας λίγα σκαλιά , και μετά το εργαστήριο με τα "παιδιά" , τους ξύλινους πάγκους και τα μηχανήματα περιέλιξης. Μυρωδιά από βενζινόκολλα και στουπιά για τα χέρια. Στο πίσω μέρος αποθήκη για τα σκυλιά του κυνηγιού και χαλύβδινο χρηματοκιβώτιο για τις λίρες. Το κτίριο από κείνα που χτίστηκαν μετά τη φωτιά του '17. Στον πρώτο όροφο το σπίτι του μπακάλη και η αξέχαστη μάνα του η κυρία Αναστασία, άνθρωπος γλυκός και γελαστός. Στο γάμο του παιδιού της γίναμε παρανυφάκια. Σήμερα εκεί υπάρχουν μαγαζιά με τσάντες και κοσμήματα και η απορία αν όλα εκείνα που θυμάμαι γίνηκαν στ' αλήθεια.
Από τον Άκη το μπακάλη έρχονταν οι προμήθειες κάθε βδομάδα μια φορά, τις έφερνε ο ίδιος με το φορτηγάκι του μέχρι την Καλαμαριά, άλλο πρωτάκουστο γεγονός κι αυτό. Εκείνο το Παρασκευάτικο βράδυ του Απρίλη ο μπακάλης άργησε. Σαν σε όνειρο θυμάμαι την ανησυχία των μεγάλων που τον περίμεναν και τα λόγια του όταν πια έφτασε και ανέβηκε στην κουζίνα που ήταν αχώριστη από το καθιστικό δωμάτιο, άλλη μια nouveaute της Βασιλικής.
-Αναγκάστηκα να πάω από γύρο. Όπου και να πήγαινα ήτανε τανκς στους δρόμους. Παντού κλειστά.
Έτσι, ανάμεσα σε ζαρζαβάτια και χαρτί υγείας, καφέ και ρύζια μπήκε στη ζωή μας η χούντα. Τα σαρανταπεντάρια δισκάκια του Μίκη έχασαν το τριάκτινο πλαστικό "ποδαράκι" που τα κάθιζε στο βαλιτσάκι πικ άπ, για να μην τα βάλουμε εμείς τα παιδιά ,και το μαύρο ραδιόφωνο από βακελίτη έπιανε Ντόυτσε Βέλε μόνο στο μπάνιο, παρέα με τις αιμορροΐδες -ενθύμιο της εξορίας του πατέρα στη Μακρόνησο. Αργότερα ο Άκης ο μπακάλης άρχισε να μας φέρνει και μεγάλα μπουκάλια του λίτρου με κόκα κόλα όταν ,το ΄69 νομίζω, οι χουνταίοι παραχώρησαν σύμβαση αποικιακού τύπου στην εταιρία.

Στο οικογενειακό σκηνικό είχε ήδη προστεθεί και η θεία από το Κάρντιφ, φρέσκια χήρα, εξαδέλφη του πατέρα που αποφασίστηκε να μείνει μαζί μας. Είχε φέρει μαζί της ασπρόμαυρη τηλεόραση, εγγλέζικα ανακατωμένα με προσφυγίτικα ελληνικά, πορσελάνες από τα ταξίδια του μακαρίτη καπετάνιου της στην Κίνα και τη γνώση ότι το drink στο τραπέζι ήταν απαραίτητο.
Το ΄60 έπνεε τα λοίσθια. Η μεταπολίτευση και η εφηβεία έρχονταν πιασμένες αγκαζέ, να μου δείξουν τι ακριβώς είναι ο κόσμος και γιατί πρέπει να τον αλλάξουμε.

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

Σόι πάει το βασίλειο;

`


Η Βασιλική.



Runaway του ΄52, Λάρισα, Ελλάδα. Απογευματινό πλεκτό φόρεμα μηχανής, κίτρινο κατά τα λεγόμενά της. Το έφτιαξε η ίδια και το δείχνει με καμάρι. Η αστικοποίηση που λέγαμε και η γυναικεία περιέργεια. H φούστα είναι φουρώ, η τσάντα φάκελος, η μέση δαχτυλίδι και τα 24 χρόνια είναι της μάνας μου ,της Βασιλικής.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

A promise is always a promise





This is the " Merry Maiden's Dress" by Gryphon Perkins ( INTERWEAVE KNITS, spring 2007). The whole project took me about two weeks to finish. But I couldn't manage it without the help of dear Gryphon. The trough is I found a mistake in the publication and I contact with Gryphon. She corresponded immediately with kindness and professionalism. And...ta ta! One of the most complete knitting experiences I have ever had. A source of pride and satisfaction for me and the perfect dress for Georgia. It moves with her and she feels comfort and elegant! I promised Gryphon to send some photos, so here they are!

I used substitute yarns . I always do that. Not the slightest possibility to find the recommended yarns in Greece. I usually work with Spanish, Italian or German yarns. But this is a different story, maybe for a next post.
So,the yarns are:
Merinos Extra by MONDIAL ( Italy), a blend of 50% new wool and 50% acrylic ( body, skirt and sleeves).
Cats Super Mohair by STAHL SCHE WOOL ( Germany), an other blend of 70% mohair and 30% new woo ( the borders).
For my great relief they matched exactly to the gauge.
Now I' m ready to repeat the project, in a spring version this time! I can not resist the temptation. If you, out there, could only see the joy at my daughters eyes... you could surely go immediately and find a little girl ( a daughter, a nice ,a grand daughter, a godchild, anybody) and ask: Do you want a nice dress for the Easter? ( or the Hanuka, or the Ramazan or, or...)
I promise I' ll make you the best!

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2007

Αγάλματα

`
Ήταν η δεύτερη φορά που ανηφόριζε την Πλάτωνος, πίσω από το Πειραματικό, για τον ίδιο λόγο. Σχεδόν ευχόταν να βρει σκοτεινό το μικρό ισόγειο με την ξύλινη τζαμαρία, όπως είχε γίνει την περασμένη εβδομάδα. Τότε είχε νιώσει μια σχετική ανακούφιση, αλλά να την πάλι εκεί μπροστά, με το χέρι στη μπετούγια.
Είχε κόσμο μέσα. Έσπρωξε και μπήκε. Στενό, μικρό μαγαζάκι, το αφόρητο κάψιμο αρχαίας ηλεκτρικής θερμάστρας στην είσοδο. Οι μαζεμένοι φρόντιζαν να κάθονται στο βάθος, λίγες καρέκλες γύρω από ένα γραφείο και λευκά κεφάλια. Χαμογέλασε στην απορία τους και συστήθηκε.
Την θυμήθηκαν. Την καλοδέχτηκαν. Στους τοίχους φωτογραφίες. Ο Άρης στην κλασική πόζα, καθιστός με στολή, κορνιζαρισμένα αποκόμματα εφημερίδων, αφίσες. Κι απέναντί της, έτσι όπως την έβαλαν να καθίσει, η φωτογραφία του συνονόματου, όνομα κι επίθετο ίδια, οι καταλήξεις να διαφέρουν. Η ίδια και στο σαλόνι του πατρικού, η μάνα ακόμη αλλάζει το νερό στο βάζο εκεί μπροστά κάθε πρωί.
Με δυο λόγια το σκοπό της επίσκεψης τον είπε. Άλλον από εκείνον που είχε στο μυαλό της. Και απέφευγε να κοιτάει τον τοίχο απέναντι. Ο γιος της, τώρα που ζύγωνε να αντροπατήσει... Το ίδιο μακρύ, αδύνατο πρόσωπο, το σκούρο βλέμμα. Ο άλλος κοίταζε από την κορνίζα του, με την πυρέσσουσα ματιά του καιρού που τον έστησε στον τοίχο του Επταπυργίου. Πότε ήταν; Στον εμφύλιο βέβαια, αλλά πότε; Καταραμένη μνήμη, ο πατέρας κάποτε τα έλεγε, έπρεπε να τα είχε συγκρατήσει τότε...
Ήταν ευγενικοί και λίγο ξαφνιασμένοι μαζί της. Εκτός από τη μυρουδιά της ιστορίας έπιανε και τη μυρουδιά των γηρατειών που αρνούνταν να μετανιώσουν. Και γιατί να μετανιώσουν; Μέσα της έλπιζε να μη νιώθουν ούτε μετάνοια, ούτε πικρία, ούτε τίποτε. Και να μαζεύονται εκεί, κάτω από τα κάδρα των εκτελεσμένων, όπως οι άλλοι παππούδες κάθονται στα καφενεία κάτω από χάρτες της Ελλάδας και ημερολόγια αθλητικών συλλόγων της γειτονιάς. Μια στάλα γραφικοί, λίγο πεισματάρηδες, παππούδες τελοσπάντων. Μικρές συντάξεις, γκρι παντελόνια, να μετράνε τις αποδημίες φίλων, γειτόνων και συμμαθητών.
Ήταν έτοιμη να σηκωθεί. Το πρόσχημα της επίσκεψης δε βάσταγε άλλο. Χώρια που ένιωθε λίγο παρείσακτη, σαν κάτι να είχε διακόψει η είσοδός της. Έμοιαζε με διαμαρτία της κανονικής ροής του χρόνου , σ' εκείνο το νοικιασμένο μαγαζάκι όπου κατοικούσαν αναμνήσεις και αυτονόητες σταθερές . Τότε ο πρόεδρος άρχισε να παινεύει την οικογένεια. Το βαρύ το τίμημα, η πίστη, το καθήκον. Δεν κρατήθηκε άλλο. Άγαρμπα κομμάτι, το ξεφούρνισε:
- Δεν ξέρω σχεδόν τίποτε γι αυτά... Για τον μπάρμπα μου... κι έδειξε με το πηγούνι τον απέναντι τοίχο.
Απόρησαν. Τους εξήγησε.
- Δε μιλούσε πολύ ο πατέρας. Δεν το άντεχε. Μήπως... εσείς;
Πρώτη φορά δεν ήταν που προσπαθούσε να μάθει τι είχε γίνει τότε. Κι άλλοτε είχε ρωτήσει, συγκαιρινούς και συντρόφους, της ίδιας ομάδας. Στόματα κλειστά, υπεκφυγές, δικαιολογίες Το ίδιο ξανά. Οι παππούδες ανακάθισαν πιο κουμπωτά στις καρέκλες. Καναδυo βλέμματα ή έτσι της φάνηκε; Στο τέλος, αυτός που καθόταν δίπλα της, ανοίχτηκε λίγο:
-Ήταν ο θείος σου στην ΟΠΛΑ; Σε ποια ομάδα;
- Στην Άνω Πόλη έμεναν, στο Καφέ Κουλέ.
-Α, εγώ ήμουν στο Διοικητήριο...
Παράξενη αίσθηση. Ο θαλερός, τακτοποιημένος γέροντας, το καθαρό φτηνό πουκάμισο, το γλυκό χαμόγελο... Αυτός ήταν κάποτε αντάρτης πόλης; Έτσι γράφτηκε η ιστορία; Κι αυτή που νόμιζε...
Κάποιος άλλος ξερόβηξε. Ελαφριά αμηχανία.
- Ξέρεις κορίτσι μου... Οι συνθήκες τότε... Η συνωμοτικότητα.. Τρεις είχε κάθε ομάδα, κι άλλους δε γνώριζαν. Άμα χάθηκαν αυτοί, είναι δύσκολο να μάθεις.
Η ίδια δικαιολογία , πάντα. Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους:
- Πόσος κόσμος ήταν τότε... Πάνε όλοι, θυμάστε βρε παιδιά, τον τάδε και τον τάδε, τότε που ρίξανε τη χειροβομβίδα στο καφενείο; Εκεί, στη γωνία Μητροπόλεως. Αλλά χτύπησε η άτιμη στο στύλο της ΔΕΗ, μεταλλικοί ήταν τότε, θυμάστε, και γλύτωσε το κάθαρμα ο ταγματάρχης τάδε...
Σηκώθηκε. Δεν ήταν για την ίδια αυτά. Ήταν δικά τους. Αυτή θα κρατούσε την εντύπωση όσων μαθαίνουν την ιστορία από δεύτερο χέρι και δυσκολεύονται να φανταστούν τα χρώματα του κόσμου πριν τα έγχρωμα φιλμ. Ή σαν αυτούς που ξινίζονται όταν μαθαίνουν πως τα αρχαία αγάλματα δεν ήταν πάλλευκα, μα παρδαλά, εξωφρενικά παρδαλά.
Καληνύχτισε. Η πόρτα που έκλεισε πίσω της μπορεί και να τακτοποίησε την κανονικότητα του χρόνου στο μικρό ισόγειο. Ή , πιο απλά, να την απομόνωσε από κανένα :
- Τι θέλει και σκαλίζει τώρα αυτή...
Διακόσια μέτρα παρακάτω, στην πατρική Πλάτωνος, η γειτονιά είχε μαζευτεί γιατί η αστυνομία έβγαζε, νεκρή από μέρες, τη γερόντισσα που έμενε μόνη της και κατέβαζε από το μπαλκόνι του διατηρητέου το καλαθάκι για να της βάλει ψωμί η φουρνάρισσα. Τα ίχνη από τα βλήματα του εμφυλίου ακόμη στους τοίχους, μόνο για όσους ήξεραν που να κοιτάξουν. Στο πάρκο της Αχειροποιήτου το Μετρό είχε ήδη σηκώσει αλουμινένια παραπετάσματα και φοβέριζε ότι "έπιασε δουλειά στη Θεσσαλονίκη".

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails