Ήρθε μια Ρωμιά στην Πόλη. Με παιδιά, σύζυγο, μπαγκάζια, αναπαραστάσεις ενός χαμένου παραδείσου και αχόρταγα μάτια. Αυτή ήταν λοιπόν, η ίδια άγνωστη πόλη που είχε κάποτε δει στ' όνειρό της. Κι η Ρωμιά, που ακόμη δεν πίστευε στην αταβιστική μνήμη, ένιωσε - πολύ απλά - ότι γύριζε σπίτι της.
Να έφταιξε η οικογενειακή μυθολογία, οι παππούδες που φύγαν άρον άρον - ποιος λιποτάκτης, ποιος πρόσφυγας - μήπως η εθνική εμμονή; Λωξάντρες και Φάνηδες; Μήπως κάποιοι άλλοι νοσταλγοί ταξιδευτές;
Να έφταιξε η οικογενειακή μυθολογία, οι παππούδες που φύγαν άρον άρον - ποιος λιποτάκτης, ποιος πρόσφυγας - μήπως η εθνική εμμονή; Λωξάντρες και Φάνηδες; Μήπως κάποιοι άλλοι νοσταλγοί ταξιδευτές;
Μπου ντουνιά τσαρ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.
(...) Ο άνθρωπος έσκυψε να ίδη.
Υψηλή μορφή, με λευκόν σαρίκι, με μαύρην χλαίναν και χιτώνα χρωματιστόν, είχε σταθεί ενώπιον του σαλεπτσή.
-Πού σ' αυτόν τον κόσμο;
-Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
(...) Ο άνθρωπος έσκυψε να ίδη.
Υψηλή μορφή, με λευκόν σαρίκι, με μαύρην χλαίναν και χιτώνα χρωματιστόν, είχε σταθεί ενώπιον του σαλεπτσή.
-Πού σ' αυτόν τον κόσμο;
-Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
-Άσκολσουν... υπεψιθύρισεν ο σαλεπτσής.
Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπον, αλλά το ένδυμα. Κάθε άλλος θα τον εξελάμβανεν ως φάντασμα. Αλλ' αυτός δεν επτοήθη. Ήτο απ' εκείνα τα χώματα.
Είχεν αναφανή. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν;Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος; (...)
( Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης)
Και πήραν όλοι αυτό που γύρευαν. Ο σύζυγος, φαρσί επιτέλους τη γλώσσα που άκουγε νύχτα μέρα στο πατρικό, αξιώθηκε να μοιράζει μπακτσίς δεξιά και αριστερά, καταευχαριστημένος που μπόρεσε να ζήσει σε κλίμακα τη ζωή των παππούδων. Ο γιος, με πολεμικό ύφος μπροστά στη Μεγάλη του Γένους, κουτρουβάλησε κατόπιν προθυμότατα στα μπεζεστένια και βρήκε με τη μύτη σαράφικο να αγοράσει τον πρώτο του χρυσό. Η ακριβοθυγατέρα, με τη λαμπαδίτσα και τα πασχαλινά της στην καρδιά του Ταξίμ, λίγο τρομαγμένη αλλά περήφανη γιατί προβιβάστηκε επιτόπου από τα γκαρσόνια της Istiklal στην τάξη των kucuc hanim. Και η Ρωμιά της ιστορίας μας;
Βρήκε τα μνημεία στην ορισμένη θέση της συλλογικής μνήμης, τα μιλιούνια των ανθρώπων στους δρόμους, τη ντεκαντάνσια των μεγάρων στο Σταυροδρόμι πολύ του γούστου της, τις σεβάσμιες πλάτες του Πατριάρχη στον Αη-Γιώργη, Μεγάλη Παρασκευή απογευματάκι, ό,τι πιο κοντινό έμεινε σε βυζαντινό αυτοκράτορα και μια μικρή μαθήτριά της να φωνάζει "κυρία, κυρία" κάτω από την κλειστή πύλη.
Σιργιάνησε και τα καινούρια ελλαδίτικα τουριστικά κλισέ. Πώς γνώρισε η Γιάννα Ολυμπιοδασκαλάκη τον μετέπειτα της σύζυγό στο Φανάρι , ω, με συγχωρείτε, ήταν τυχαίο , και μετά βάλθηκε να γίνει ό,τι πιο κοντινό έμεινε σε βυζαντινή αυτοκράτειρα, πώς αγωνίστηκε το παλικάρι ο Σάκης στην Τουρκοβίζιον, ως άλλος Παλαιολόγος, πού γυρίστηκε η Πολίτικη κουζίνα και το πιο πρόσφατο τούρκικο σήριαλ, για περάστε, για περάστε.
Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπον, αλλά το ένδυμα. Κάθε άλλος θα τον εξελάμβανεν ως φάντασμα. Αλλ' αυτός δεν επτοήθη. Ήτο απ' εκείνα τα χώματα.
Είχεν αναφανή. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν;Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος; (...)
( Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης)
Και πήραν όλοι αυτό που γύρευαν. Ο σύζυγος, φαρσί επιτέλους τη γλώσσα που άκουγε νύχτα μέρα στο πατρικό, αξιώθηκε να μοιράζει μπακτσίς δεξιά και αριστερά, καταευχαριστημένος που μπόρεσε να ζήσει σε κλίμακα τη ζωή των παππούδων. Ο γιος, με πολεμικό ύφος μπροστά στη Μεγάλη του Γένους, κουτρουβάλησε κατόπιν προθυμότατα στα μπεζεστένια και βρήκε με τη μύτη σαράφικο να αγοράσει τον πρώτο του χρυσό. Η ακριβοθυγατέρα, με τη λαμπαδίτσα και τα πασχαλινά της στην καρδιά του Ταξίμ, λίγο τρομαγμένη αλλά περήφανη γιατί προβιβάστηκε επιτόπου από τα γκαρσόνια της Istiklal στην τάξη των kucuc hanim. Και η Ρωμιά της ιστορίας μας;
Βρήκε τα μνημεία στην ορισμένη θέση της συλλογικής μνήμης, τα μιλιούνια των ανθρώπων στους δρόμους, τη ντεκαντάνσια των μεγάρων στο Σταυροδρόμι πολύ του γούστου της, τις σεβάσμιες πλάτες του Πατριάρχη στον Αη-Γιώργη, Μεγάλη Παρασκευή απογευματάκι, ό,τι πιο κοντινό έμεινε σε βυζαντινό αυτοκράτορα και μια μικρή μαθήτριά της να φωνάζει "κυρία, κυρία" κάτω από την κλειστή πύλη.
Σιργιάνησε και τα καινούρια ελλαδίτικα τουριστικά κλισέ. Πώς γνώρισε η Γιάννα Ολυμπιοδασκαλάκη τον μετέπειτα της σύζυγό στο Φανάρι , ω, με συγχωρείτε, ήταν τυχαίο , και μετά βάλθηκε να γίνει ό,τι πιο κοντινό έμεινε σε βυζαντινή αυτοκράτειρα, πώς αγωνίστηκε το παλικάρι ο Σάκης στην Τουρκοβίζιον, ως άλλος Παλαιολόγος, πού γυρίστηκε η Πολίτικη κουζίνα και το πιο πρόσφατο τούρκικο σήριαλ, για περάστε, για περάστε.
Είδε το Βόσπορο στη νύχτα και στη μέρα του, α, το Βόσπορο... Είδε και το Μαρμαρά.




Ο πατέρας της Ρωμιάς μας, βέβαια, ποτέ χρησιμοποιούσε το ρήμα "έπλεξε", αλλά το "έμπλεξε", ως εξής: Μπλέκω, μπλέκεις, μπλέκει. Μπλέκουμε, μπλέκετε, μπλέκουν. Κι η ίδια, πρώτη από τους δικούς της που γύρισε πίσω, ενενήντα χρόνια μετά το φευγιό, έτοιμη από παλιά να πιαστεί στη γοητεία αυτού που άκουγε πάντα να το λένε "πατρίδα" , θα του απαντούσε:
-Ναι, μπαμπά, μπλέξαμε. Μπλέξαμε για τα καλά.
3 σχόλια:
Περίμενα με ανυπομονησία τη συγκεκριμένη ανάρτηση.Την ευχαριστήθηκα.Χρόνια πολλά.(Κατόπιν εορτής και για το παιδάκι σου)Φ.
Μην το ψάχνεις.... η μόνη πατρίδα μας η γλώσσα κι εκείνο το απεμποληθέν κάλλος... απλώς ναυάγια των αξιών μας σχηματοποιούμε τα βαρίδια της ύπαρξης μας που τα βάψαμε Ακαθάριστο Εθνικό Προϊον...Αστα
Antapodidw: http://eistinpolin.wordpress.com/2010/05/24/sobraluz/
Δημοσίευση σχολίου