Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Εμείς ήρθαμε για την έκθεση



Κάποτε, πάνε χρόνια, το φθινόπωρο έρχονταν στην ώρα του, κάθε Σεπτέμβρη.
Η Θεσσαλονίκη, σαν ενζενί του ελληνικού σινεμά, έγραφε μούρλια τα καλά της σε έγχρωμο σινεμασκόπ και ο στόλος γέμιζε αρόδο το Θερμαϊκό. Η παραθέριση τελείωνε, ο Λαμπρόπουλος έβγαζε καινούριες ποδιές και φουφούλες γυμναστικής. Άνοιγε η Έκθεση, ο κόσμος έτρεχε να χαζέψει τρακτέρ Μπελαρούς, μοτέρ του Δαμίγου και κουλούρες σύρμα από την Αλβανία. Να γευτεί μαύρη μπύρα και να διασκεδάσει σε μια νοητή αντανάκλαση του οριστικά χαμένου Μπεχτσινάρ αφού οι κήποι των πριγκήπων είχαν επιτέλους εξαφανιστεί, μαζί με τους πρίγκηπες, το Οθωμανικό και Εβραίικο παρελθόν της πόλης και τη μνήμη των νεκρών της.
Έρμη, προαιώνια "Συν", που αξιώθηκε την πρώτη κομμούνα της Ιστορίας, το κίνημα των Νεοτούρκων, το μοναδικό κοσμοπολιτισμό στον Ελλαδικό χώρο, τον Πανίκα και τον Φτερωτό Γιατρό. Μαζί με την Έκθεση εμφανίζονταν και τα σόγια από την ενδοχώρα της Μακεδονίας, που -κάνοντας την παραδοσιακή δήλωση "'ήρθαμε για την Έκθεση"- στρώνονταν με τις μέρες και δεν έλεγαν να το κουνήσουν.
Τα πράγματα, βεβαίως, έχουν σημαντικά αλλάξει από τότε.
Το φθινόπωρο αναζητείται, το ίδιο και ο λόγος της απομάγευσης του κόσμου. Η Έκθεση πλέον μετακομίζει στη μεριά του Μπεχτσινάρ αλλά το γεγονός μάλλον δε θα θυμίζει κάτι σε ανθρώπους που διάγουν την πτωχεία τους. Η Θεσσαλονίκη ξαναζεί έναν κοσμοπολιτισμό, στα απλωμένα εμπορεύματα των μαύρων, ενώ ο Πανίκας ο Ανθρωποκεντρικός τρίβει τα χέρια του.
Τα σόγια από την επαρχία έχουν από καιρό αποδημήσει οριστικά και στη θέση τους, κάθε Σεπτέμβρη, έρχονται στο Μακεδονία Παλλάς οι λομπίστες των πρώην, νυν και γουάναμπι πρωθυπουργών. Μάλιστα όλοι αυτοί συζητούν για την κρίση, το ποιος φορά παντελόνια και αν η Άμωμος Σύλληψης του Βατοπεδίου ήταν πράγματι τέτοια.
Ο Λαμπρόπουλος εξαφανίστηκε και έγινε Notos Gallery στη στοά Χιρς που εξαφανίστηκε κι αυτή κάτω από τη λάμψη πανάκριβων brands. Σχολική ποδιά δε χρειάζεται πλέον, αντιθέτως. Δέκα χιλιάδες ευρώ επειγόντως, γιατί το σχολείο τα χρωστάει στην εταιρεία του αερίου και μας το έκοψαν.
Κι εγώ; Αναρωτιέμαι. Τι είδους κοινωνία είναι αυτή που συζητά ακόμη αν το Βατοπέδι, η Ζήμενς και οι εξωγήινοι υπάρχουν και ποιος τους προσκάλεσε. Η ίδια κοινωνία που αντέχει το Φράχτη, η ίδια που επιθυμεί το Φράχτη.
Η κυρία Βουλγαροπελέκη που δε φταίει, ο τζουντόκα σύζυγός της και ο κοσμάκης που χτυπιέται στο τατάμι της εαυτής υποκρισίας. Ο Γιώργος, που μέχρι τα εφτά του τον έλεγαν Τζεφ, οι φορτηγατζήδες, οι βενζινοπώλες, οι off shore φίλων μου γιατρών. Η κοινωνία που θέλει πρόστυχα, αδιάφορα σχολεία δίπλα σε χορούς δις, ευχαριστημένη γιατί ανέθεσε σε κάποιους τη διαχείριση της απελπισίας της και έφυγε και φέτος να κάνει διακοπές στον καταληστευμένο τόπο , το σπαραγμένο τοπίο. Σατανικό κοντραπούντο.
Ναι λοιπόν, ωραία, ήρθατε για την Έκθεση. Πότε, με το καλό, θα φύγετε;

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Συγγένειες

Με χρονολογική σειρά:

Στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος (1878-1952)
(...) Πώς μ΄αρέσουνε του Πάγκαλου τα γούστα,
που μας μάκρυνε τη φούστα (...)

Σύμφωνα με μια πληροφορία, οι μάγκες της εποχής είχαν φροντίσει για την παράφραση του επιθεωρησιακού αυτού τραγουδιού, αντικαθιστώντας τη λέξη φούστα με άλλη που αρχίζει με "π" και αντί για "στ" έχει το δίψηφο "τσ".


Επιγραφή σε σχολική αίθουσα της Θεσσαλονίκης, πριν δυο χρόνια. Τάξη Α' του δημοτικού. Η version του "ποιος Φούφουτος; Ο π...ς μου ο ξεσκούφωτος" λανθάνει.

Υπουργός Θεόδωρος Πάγκαλος (1938 - ) "Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο; ". Όχι, αυτό το έχει πει άλλος.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Καλοκαίρι


 ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»

Τον Ιούλιο του 74 γινόμουν έντεκα. Είχαμε  μόλις επιστρέψει στο σπίτι του κέντρου μετά από την απομόνωση της Καλαμαριάς, κι έτσι βλέπαμε όλον τον προηγούμενο χειμώνα τζιπ του στρατού να σταματούν στο κατώφλι μας και "μικρούς" αξιωματικούς να μαζεύονται στο πατάρι του γειτονικού φαρμακείου. Στα μεγάλα ζόρια της χρονιάς εκείνης, όταν τα περιπολικά της αστυνομίας γύρναγαν φωνάζοντας από τον τηλεβόα "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", καθόμασταν στο μπαλκόνι, μέσα σε  μια παγωμένη λιακάδα και ο πατέρας φώναζε απογοητευμένος στον άλλο το γείτονα, τον εισαγγελέα, που βολτάριζε στο πάρκο παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας "δεν το περίμενα αυτό από σένα" κι αυτός γελώντας έβγαζε από το σακάκι του και ανέμιζε την ειδική άδεια. 
Καλοκαίριασε και πήγαινα στην έκτη του Δημοτικού,  τα βράδια έβλεπα παράξενα όνειρα και η Βασιλική, σαν καλή αστή μητέρα, έφτιαχνε την τούρτα γενεθλίων. Την προηγούμενη χρονιά, στο σπίτι της Καλαμαριάς ακόμη, μας είχε ετοιμάσει πίτσα, τεράστιο νεωτερισμό, που καταναλώσαμε χαζεύοντας τα καλλιστεία για τη Miss Universe, Φιλιππίνες, "ίδια είσαι κούκλα μου". Το 74, που τα Λαδάδικα ήταν ακόμη λαδάδικα, ο πατέρας είχε ανακαλύψει εκεί την εξωτική παρμεζάνα που έγραφε η συνταγή της ΓΥΝΑΙΚΑΣ που ήταν  σκληρή και ο Εβραίος μαγαζάτορας είχε προτείνει να μας την τρίψει στο μαγαζί. Τέλος πάντων, η πίτσα με τις αντζούγιες του 73  φαγώθηκε, αντίθετα με την τούρτα του 74 που δεν είχε καμία τύχη.
Το μεσημέρι της 20ης ο πατέρας άφησε το μαγαζί Σαββατιάτικα, γύρισε σπίτι ανήσυχος, είπε στη μάνα να παρατήσει την τούρτα και έτρεξαν μαζί στο Καπάνι. Εμάς μας άφησαν στης γειτόνισσας του έκτου πατώματος. Δυο εμείς και η κόρη της γειτόνισσας, τρία κορίτσια. Το άλλο παιδί μας έμπασε στα υπνοδωμάτια και έδειχνε με αφέλεια, κάτω από τα κρεβάτια τους, στη σειρά βαλμένους, ντενεκέδες λάδι και γαλέτες Παπαδοπούλου. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι βρήκαμε το μακρύ  διάδρομο γεμάτο σακούλες, ψώνια, μακαρόνια, ρύζια και την καινούργια λέξη "πόλεμος" που ήρθε να προστεθεί στα ήδη γνωστά "χούντα", "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", "απαγόρευση".
Πόλεμος γινόταν στην Κύπρο, επιστράτευση στην Ελλάδα, εγώ έντεκα και μια χαρτοσακούλα του μπακάλη ήταν γεμάτη φρέσκα σύκα. Μας εξήγησαν ότι έπρεπε να έχουμε προμήθειες στο σπίτι γιατί δεν ξέραμε τι ξημερώνει- αλήθεια, τι τα ήθελαν τα σύκα, ποιος ξέρει τι πανικός επικρατούσε στην αγορά- αλλά τα άτιμα ήταν τα πρώτα της χρονιάς, γλυκύτατα. Τα έφαγα με λαιμαργία και τύψεις. Ο πατέρας έβριζε κάτω από τα μουστάκια του το γείτονα του έκτου που ήταν παρακρατικός, ο- πούστης- ο- Χούντας, -τους- δικούς- τους- τους- είχαν- ειδοποιήσει- τα -καθάρματα, -που- τα- βρήκε- τα- λάδια- ο- κερατάς. Για τούρτες και γενέθλια ούτε λόγος.
Ξεκίνησα την ίδια μέρα να κρατώ ημερολόγιο όπου ισχυριζόμουν ότι "δε φοβάμαι τον πόλεμο", αλλά το εγκατέλειψα την μεθεπομένη, που αποκαταστάθηκε κιόλας η δημοκρατία. Υπερβολικές οι εξελίξεις για μια ενδεκάχρονη γραφίδα ή απλούστατα τεμπέλα. Το ίδιο βράδυ -το προηγούμενο;- ο ανδριάντας του Χρυσοστόμου Σμύρνης στην πλατεία Αγίας Σοφίας, καμιά πενηνταριά μέτρα από την κλινική που γεννήθηκα, πήρε στον ύπνο μου την όψη του Μακάριου και -σαν άλλος Βάαλ- κατάπινε με το ορθάνοιχτό του στόμα φαντάρους. Η δημοκρατία στην Ελλάδα φώναζε "ε,ε, έρχεται" μάλλον για να μη πάρουμε χαμπάρι το γεγονός ότι τελικά δεν ήρθε η ίδια και έστειλε κάποιον άλλο στη θέση της.




    4.8.1974  Το πρώτο μεταδικτατορικό φύλλο της Αυγής

 Λίγες μέρες μετά, το ίδιο σημαδιακό καλοκαίρι, στην παραθέριση πια, ο πατέρας με πήρε κάπως τελετουργικά και κατεβήκαμε ως το περίπτερο, περασμένο βεραμάν λαδομπογιά, στο σταθμό του Πλαταμώνα, να πάρει το πρώτο φύλλο της ΑΥΓΗΣ που επανεκδόθηκε μετά την άρση της απαγόρευσης. Διπλωμένο προς τα μέσα, να μη φαίνεται ο τίτλος, όπως ήταν για πολλά χρόνια αργότερα διπλωμένος και ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,  αλλά ήταν το πρώτο φύλλο. Μαζί με τις εφημερίδες εμφανίστηκαν πάλι στο σπίτι μας και εκείνα τα μικρά πλαστικά  εξαρτήματα με τις τρεις ακτίνες, που είχαν χαθεί μυστηριωδώς τα προηγούμενα χρόνια από τα 45άρια του Θεοδωράκη. Αλλά και το μαύρο ραδιόφωνο από βαρύ βακελίτη έπαψε πλέον να λαμβάνει Ντόιτσε Βέλε από το κλειδωμένο μπάνιο. Με τον καιρό μια καινούρια λέξη,  η "μεταπολίτευση", η αρχή πολλών ανησυχητικών "μετά" που ακολούθησαν, προστέθηκε στο λεξιλόγιο των μεγάλων, αλλά εμείς, πού μυαλό, στο κάτω κάτω είχαμε και μια εφηβεία να περάσουμε.


Ήταν τέτοια τα τελευταία καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας, τότε που η οικογενειακή ομπρέλα ήταν ολόιδια με αυτές που βλέπω σήμερα στις ελληνικές ταινίες, ένα φύλλο κόκκινο, ένα πράσινο, ένα κίτρινο, ένα μπλε και λέγαμε "καλαθούνα" την τσάντα που κουβαλούσαμε πετσέτες και ψάθες. Η Βασιλική μας επέβαλε να κολυμπάμε τόπλες μέχρι τα δώδεκα,να αλλάζουμε επιτόπου και να βάζουμε στεγνά, apre le bain, μισητά βρακιά, για να μη κρυώσουμε αλλά και γιατί έπρεπε να μάθουμε να μη ντρεπόμαστε το γδύσιμο. Αντηλιακά και μπλουζάκια ούτε για δείγμα. Ο Σεφέρης ήταν τρία χρόνια πεθαμένος κι ακόμη περπατούσε, ντάλα καταμεσήμερο, στην άμμο της Σαλαμίνας. Χωρίς μπλουζάκι.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε ; Καμώνομαι πως δε με νοιάζει. Τα παιδάκια που φωτογράφιζε ο Σμυρνιός στην Κύπρο τα είδα σε ωραίο ντοκιμαντέρ, εξηντάρηδες και βάλε. Προσπάθησα να βρω το νησί που ταξίδεψε, το νησί που παζάρεψε, αλλά το καλοκαίρι μετά το θάνατο του πατέρα ήταν μόνο τουρίστες και off shore εταιρείες.
Η δημοκρατία δε φωνάζει πια, μα δεν έρχεται κιόλας. Ένας, που τ΄όνομά του ακούστηκε μέχρι και για πρόεδρός της, παλιός αναγνώστης της ΑΥΓΗΣ κι αυτός, πρόλαβε να γίνει ανάποδος Μπερλουσκόνι. Μετράω και ξαναμετράω τα χρόνια, το νέο ασφαλιστικό, η απογραφή, οι περικοπές, ευτυχώς δεν έχω δάνειο, δυστυχώς δεν έκλεψα, ξυπνάω ξημερώματα να κάνω τα χιλιόμετρά μου δίπλα στη θάλασσα, σε μια πόλη ακόμη κοιμισμένη. Δε βλέπω πια παράξενα όνειρα.
Παραμονεύω από το μπαλκόνι την κίνηση στους κάδους του ALDI της Καλαμαριάς, ρακοσυλλέκτες, γύφτοι, συνταξιούχοι, οικογένειες, όσοι δε μπορούν να σκύψουν έχουν μαζί τους ένα παιδί και το βάζουν μέσα στον κάδο να ψάξει για ζαρζαβάτια. Οι πιο συστηματικοί έχουν κι ένα μπουκάλι νερό στο πορτ μπαγκάζ και πλένουν τα χέρια στο τέλος. Οι υπάλληλοι πήραν - κατά το νόμο- την ειδοποίηση της απόλυσής τους έξη μήνες νωρίτερα. Σου λένε ακόμη "καλημέρα" και "ευχαριστούμε" στο ταμείο και αγγίζουν τα προϊόντα με γάντια. Η μεταπολίτευση επιτέλους ολοκληρώθηκε, πιο βάρβαρα από ότι είχε αρχίσει.
Παρακολουθώ ειδήσεις, σιδερώνω τα πρόχειρα μπλουζάκια για την προπόνηση του μεγάλου και βλέπω κάτι άλλα παιδιά σε μια κηδεία, με μαύρα μπλουζάκια, μπροστά έχουν μια φωτογραφία ενός δημοσιογράφου στάμπα και πίσω ένα στόχο, "θα φωνάζω" λέει η μπλούζα και το ζω με κόκκινο. Ο σκοτωμένος είχε μάθει τη δουλειά του στο κίτρινο.
Βλέπω το ίδιο βράδυ κι έναν άλλο δημοσιογράφο-κομιστή, με μπλουζάκι κι αυτόν, χιουμοριστικό αλλά με μήνυμα, δίπλα του στήθη, γάμπες, λικνίσματα, μαθαίνω ότι ήταν το αφεντικό του στόχου που αγιοποιήθηκε και πως πάλι έχουμε χούντα γιατί σκοτώνονται ανεξάρτητοι, ελεύθερα διαπλεκόμενοι δημοσιογράφοι.
Σκέφτομαι πως είναι κρίμα κι άδικο η βία και θάνατος, σκέφτομαι πως είναι κρίμα κι άδικο η αμορφωσιά και η παραπλάνηση. Και πιο κρίμα και περισσότερο άδικο το στρεβλό, βλογιοκομμένο πρόσωπο ενός δημόσιου λόγου που φωνάζει όντως, τσιρίζει, αποκαλύπτει τα προφανή -για την ίδια την αποκάλυψη- έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού την όψη του καρατζαφύρερ, πιπιλίζει το αυτονόητο, εμπορεύεται το συναίσθημα, γιγαντώνει το τίποτε και το βαφτίζει ελευθερία, πολιτική και δημόσιο ήθος.

Τι φης; Νεφέλης αρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Αόρατος Αρχή



Είναι απολυμένος της Ολυμπιακής. Τον βλέπω που έρχεται κάθε πρωί στο σχολείο και ακόμη βαστάει και στριφογυρνά νευρικά το μπρελόκ με τους χρωματιστούς κύκλους. Κάτοικος στη "δημοκρατία της μεζονέτας", δυο παιδιά, γυναίκα άνεργη. Τις μέρες που είναι "κανονικές" μας πετάει ένα βιαστικό αστείο και χάνεται. Τις μέρες τις βαριές δε λέει τίποτε.
Σήμερα δεν άντεξε. Περίμενε να τελειώσει η γιορτή. Τα καλαματιανά και η ραπ, οι λουκουμόσκονες και η Βλαχοπούλου. Η αγαλλίαση των γονιών όταν το σπλάχνο έβαζε καλάθι, οι κάμερες που τύπωναν λάτιν τσακίσματα, ο δεκάρικος του διευθυντή. Τέτοιες μέρες που τα ακριβά ιδιωτικά παρουσιάζουν αγώνες επιχειρηματολογίας, Ανθιμονομάρχες και Λαζοπουλογεργουσόπουλους. Μα τι σημαίνει, ο κόσμος ήταν τόσο ευχαριστημένος! Τόσα συγχαρητήρια του τίποτε, πόσες ευχές για το καλοκαίρι και " του χρόνου".
Ο πρώην Ολυμπιακάριος δεν είχε διάθεση για τέτοια. Με πλησίασε στην έξοδο, "κάτι να σας πω, προσωπικό". Νευρικός, άλλαζε τον ενικό με τον πληθυντικό, άναψε τσιγάρο, τραύλιζε σχεδόν. Στην αρχή δεν καταλάβαινα.
- Δεν πάει άλλο. Κάτι πρέπει να γίνει.
Κόσμος, φωνές, νταπαντούπα, χαιρετούρες, ζέστη.
- 'Έχουν πέσει τα κτήνη να μας φάνε. Κάτι πρέπει να γίνει. Σ' εμπιστεύομαι. Πρέπει να κάνουμε μια Φιλική Εταιρεία.
Ο μικρούλης Β. με τραβάει από το ρούχο γιατί δεν τον ακούω. Μου δείχνει δυο άδεια κουτιά χυμού και κάτι λέει κι αυτός.
- Δε σε ξέρω καλά, δε με ξέρεις, αλλά σ' εμπιστεύομαι. Κάτι πρέπει να κάνουμε, ένα φωτοτυπικό να βρούμε, να μοιράζουμε στον κόσμο.
- Ναι, τι θες Β. μου; Όχι, σας ακούω... Έλα, δώσε μου εμένα τα σκουπίδια. Ναι... έχουν πέσει να μας φάνε.
- Χρειάζεται μια νέα Φιλική, άκου που σου λέω. Μη γελάς.
- Δε γελάω. Κοίτα τους αυτούς εδώ. Μπορείς να τους το πεις;
- Τρελάθηκες; Ας τους αυτούς. Πρέπει να είμαστε λίγοι. Δεν πάει άλλο.
- Από αυτούς τραβάνε τη δύναμή τους. Από τη συμφωνία τους.
Κόσμος που πάει κι έρχεται. Όλα ήταν καλά. Σταθερές αξίες, καλοκαιράκι και στερεότυπα. Η ακίνδυνη σιγουριά του μηδενός, η επανάληψη του κενού. Το ζαμπονάκι Υφαντής παίζει δυνατά στα ηχεία και είναι πλέον ανήκει κανονικά στη σχολική κουλτούρα. Τα παιδιά, βεβαίως, ανταποκρίνονται σαν τρελά. Οι γονείς χειροκροτούν. Ακόμη και τώρα, ακόμη κι εδώ, καμιά απαίτηση νεοτερικότητας, καμιά προσδοκία αλλαγής.
-Και του χρόνου, να μας κάνετε πάλι γιορτή.
- Αν υπάρχει του χρόνου δημόσιο σχολείο, μπορεί και να ξανακάνουμε.
Μάτια έκπληκτα, αμηχανία. Τι λέει αυτή;
- Αχ, μη μου λέτε τέτοια, αγχώνομαι.
Ο πρώην προνομιούχος έχει χάσει τη φόρα του. Έρχεται και η γυναίκα του. Ζητά συγγνώμη μέσα από τα δόντια. Φεύγουν και ντρέπομαι. Τι έπρεπε να του πω; Μέσα στη φασαρία... Μέσα στον κόσμο που έχει μάθει "να παίρνει για όνειρά του την πραγματικότητα", να μη συνειδητοποιεί, αλλά να συμφωνεί . Η Αόρατος Αρχή. Αυτή που δεν υπάρχει, μα ολοφάνερα ενεργεί. Και σιωπεί εκκωφαντικά. Γιατί;

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

"Εάλω", εμείς.


Πριν λίγα χρόνια είχα για διευθυντή έναν εντελώς χαρακτηριστικό τύπο " Ελληναρά", με μικρό μπόι, μεγάλη άγνοια και κορώνες μουσολινικού τύπου. Ο λαμπρός αυτός υπάλληλος της Γ' Ελληνικής δημοκρατίας λάτρευε κάθε 19 Μαΐου να εκφωνεί στα έρημα παιδάκια λόγο, για την επέτειο της γενοκτονίας των Ποντίων. Το είχε αναλάβει με την προθυμία ενός εργολάβου, μια και ο ίδιος ήταν ποντιακής καταγωγής.  Μάλιστα το τραβούσε το πράγμα από τα μαλλιά και  έφτανε από τον Πόντο στην Άλωση. Εκεί πια άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να εκφραστεί. Τι Μαρμαρωμένοι, τι ψάρια που κολυμπούν μισοτηγανισμένα, όλα τέλος πάντων που είχε ακούσει ο ίδιος από το δάσκαλό του στα χρόνια του '50 και έπρεπε να μάθουν τα παιδιά.  Και κάθε, μα κάθε χρόνο, ξεκινούσε το λόγο του με το μνημειώδες:
-Σήμερα, παιδιά, γιορτάζουμε τη γενοκτονία των Ποντίων.
Τα παιδιά πρόσεχαν φιλότιμα τα πέντε πρώτα λεπτά και κατόπιν, αυθορμήτως, έπαιρναν πάνω στα τσιμέντα της αυλής στάσεις που παρέπεμπαν κατευθείαν στα θύματα της γενοκτονίας και στο "συνωστισμό" του λιμανιού της Σμύρνης. Κυρίως ασχολούνταν με την - επικείμενη - Γιουροβίζιον και το ντουζ πουάν. Το προσωπικό του σχολείου - από την άλλη- αφού κέρδιζε ακόμη τρία λεπτά με τα συνηθισμένα "σςςς" και "σήκω πάνω, δε ντρέπεσαι" παρέδιδε τα όπλα και νοσταλγούσε κάπως τον καιρό που οι Τσέτες έσφαζαν τους προγόνους του διευθυντή στο προειρηθέν λιμάνι. Το τέλος της σεμνής τελετής έβρισκε τον ομιλητή εθνικώς υπερήφανο, τα παιδάκια σε αρχικά στάδια ηλίασης και το προσωπικό κατά τι σοφότερο. Να, αίφνης μαθαίναμε πως η εθνική ομφαλοσκόπηση είναι βασικό κομμάτι της εθνικής εκπαίδευσης, ενώ οι δεκάρικοι λόγοι κρίσιμοι για τη δημιουργία των μελλοντικών απολιτίκ ανθρώπων.
Από τότε καμπόσα πράγματα άλλαξαν. Η πατρίδα χρεοκόπησε, αφού πρώτα γλέντισε σε ένα τρελό πάρτι με διακοποδάνεια, ρεμούλες, μανικιούρ-πεντικιούρ, Ολυμπιάδες, μίζες και Τζουλοβοσκοπούλες.
Ο διευθυντής-πατριδαμύντορας-Τουρκοφάγος πήγε σπιτάκι του, με το ελάχιστο της υπηρεσίας, για να απολαύσει τους καρπούς του μόχθου του.
 Τα παιδάκια ψιλομεγάλωσαν, σκοτώθηκαν πέρυσι το Δεκέμβρη ή σκότωσαν φέτος το Μάη. Πάντως μεγάλωσαν.
Οι δάσκαλοι μεγάλωσαν κι αυτοί, αλλά όχι αρκετά γιατί τους είπαν ότι θα πρέπει να δουλέψουν σαράντα χρόνια για να πάρουν πλήρη σύνταξη και καθόλου εφάπαξ. Πάλι νοσταλγούν, όχι τους Τσέτες αυτή τη φορά αλλά τους καιρούς που υπήρχαν βεβαιότητες. Η εθνική εκπαίδευση θα αλλάξει και αυτή, οσονούπω, από μια καλή κυριούλα που στέλνει το δικό της παιδάκι σε ιδιωτικό σχολείο και κλείνει το γόνυ στον Έλληνα εκπαιδευτικό. Η Ελλάς κατάφερε να πάρει όγδοη θέση στη Γιουροβίζιον, να μοστράρει λύρες και νταούλια ανταμώς με τατού και αποτριχωμένα στήθη και να θυμηθεί ξανά την Άλωση.  Τα στερεότυπα που επαναλαμβάνονται, η Ιστορία που διδάσκεται ξανά και ξανά αλλά δεν κατανοείται, η αλύτρωτη καθημερινότητα, το μέλλον που τρύπωσε από την Κερκόπορτα της συλλογικής ενοχής.
Και μέσα σε όλα τούτα η βασανιστική ανάμνηση της Πόλης, το μεγαλείο και το εξάμβλωμα, η σαγήνη και ο τρόμος. Ομορφιά και παράπονο. Ένα  κλάμα και μια βεβαιότητα. Η Πόλη έπεσε. Γεννήθηκε το Ρωμαίικο. Η Πόλη γλύτωσε. Εμείς;

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Ένα πουκάμισο αδειανό


Λένε ότι η ιστορία "έχει" τους δικούς της τρόπους να ολοκληρώνεται, ότι "ειρωνεύεται", ότι "εκδικείται", λένε πολλά.
Μάλλον τίποτε. Ιστορία είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι και η ατέρμονη διαπλοκή του φόβου τους, του θυμού τους, της ελπίδας τους. Κάποιοι άνθρωποι λοιπόν βρήκαν και διέσωσαν από τη χωματερή της εθνικής αφασίας τα ιστορικά τεκμήρια της δολοφονίας Λαμπράκη. Τα ενδύματα των θυμάτων, ένα χειροπιαστό κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, πόλης διάσημης για τα φαγιά, τον ερωτισμό, τους φραπέδες, τον Ψωμιάδη και τις πολιτικές δολοφονίες ενός αιώνα. Δυο χαρτόκουτα από τα αζήτητα του αρχείου του Δικαστικού Μεγάρου, ματωμένα πουκάμισα και μονά παπούτσια, το πράγμα θα μπορούσε να έχει και αλληγορικό χαρακτήρα. Σαράντα εφτά χρόνια μετά εμφανίστηκαν και ίσως σημαίνουν ακόμη κάτι, για κάποιους.
Μας μεγάλωσαν να πιστεύουμε ότι ο Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε στις 22 Μαΐου του 63 από την παλατιανή συνωμοσία και το παρακράτος, εξαιτίας της αριστερής και φιλειρηνικής του στάσης. Τις τέσσερις μέρες που βάστηξε η νοσηλεία του - κλινικώς νεκρού - βουλευτή στο ΑΧΕΠΑ εκατοντάδες ανθρώπων περίμεναν νύχτα μέρα απ' έξω. Ο πατέρας και η Βασιλική, έγκυος επτά μηνών στο γρασίδι του ΑΠΘ. Κάποιοι λένε ότι ο Λαμπράκης είχε ήδη κάνει αίτηση εισδοχής στην Ένωση Κέντρου. Ο Παπανδρέου, εκλεκτός του αμερικανικού παράγοντα, θα έμενε στη σκιά. Αλίμονο.
Γεννήθηκα ακριβώς δυο μήνες μετά την επίθεση στην οδό Σπανδωνή. Στα συλλαλητήρια της επόμενης χρονιάς ο πατέρας ορμήνευε τη Βασιλική πού θα καταφύγουν αν χτυπήσει η αστυνομία, είχα μάθει το "ένα, ένα, τέτελα" και οι χωροφύλακες την παρατηρούσαν :
-Μαζέψτε, κυρία μου, το παιδάκι σας.
Ήταν μια Παρασκευή του Μάρτη το 85 όταν ο Σαρτζετάκης έγινε Πρόεδρος και εμείς ανηφορίζαμε στην ταβέρνα του Βλάχου, στο Τσινάρι. Πιστέψαμε ότι, ναι, η ιστορία εκδικείται. Οι αφελείς.
Ο Τίγρης ίσως είχε κάτι "άλλο" να πει. Μια εκδοχή φρικαλέα στην απλότητά της. Μα ο Τίγρης ήταν και γραφικός. Τι βάση να δώσει κανείς. Το σπιτάκι στο νταμάρι της Ευαγγελίστριας ήταν βαμμένο ώχρα. Εγώ καμιά εικοσαριά χρονών.
-Θα ήθελα τον κύριο Χατζηαποστόλου.
Φορούσε μια κόκκινη αθλητική φόρμα και έκανε μεγάλες κινήσεις με τα χέρια του. Δέχτηκε το μικροποσό που έστειλε ο πατέρας μου με συγκατάβαση ξεπεσμένου ηγεμόνα. Στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν με καταπράσινα κοστούμια και ένα είδος αυτοσχέδιας λατέρνας με σημαιάκια και λάβαρα. Ο πατέρας θύμωνε. Η επίσκεψη στην Ευαγγελίστρια δεν επαναλήφθηκε ποτέ.

Το μνημείο στη συμβολή Ερμού και Σπανδωνή, οι πατρικές εμμονές, η οικογενειακή ιστορία, η Θεσσαλονίκη των φαντασμάτων, οι συλλογικές και προσωπικές αυταπάτες, όλα που με κράτησαν στην αγκαλιά τους, με έθρεψαν και με έφεραν ως εδώ. Ο καιρός που ζούμε, η πίκρα, η αίσθηση της ήττας και της αδικίας. Τα πλήθη που πήγαν σπίτι τους, η απαξίωση της πολιτικής, η κυριαρχία του εύκολου. Ο Σπηλιωτόπουλος στο πρωινό του MEGA, το θράσος που δε γνωρίζει τον εαυτό του, η επιθετικότητα της ενοχής. Το χυδαίο είναι κυρίαρχο.
Ναι, θα πάω να δω το πουκάμισο όταν εκτεθεί. Δε ξέρω αν οι μεγάλες αφηγήσεις της ιστορίας έχουν τελειώσει, όπως λένε. Θέλω να διατηρώ το κομματάκι εκείνο που μπορεί και να με ξεγέλασε, μπορεί και να με μπέρδεψε αλλά είναι δικό μου. Κι αν έχω επιτέλους κάτι μαθημένο από όλα τούτα είναι να φοβάμαι εκείνους που δε νιώθουν τίποτε από το κοινό δικό τους. Ούτε καν τις αυταπάτες.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Οι άλλοι


Θα είμαστε μαζί μέχρι τα γεράματά μας. Θα με βλέπουν και θα τους βλέπω, κάθε μέρα, για πολλά χρόνια ακόμη.
Θα βλέπω, για παράδειγμα, στο διηνεκές το συνάδελφο με το blue touth πακτωμένο στο αυτί να κάνει τις αγοραπωλησίες του από τη σχολική αίθουσα, αδιάφορος και αμέτοχος σε όλα τα άλλα.
Ή το διευθυντή να συγγράφει το βιβλίο του στον υπολογιστή του σχολείου, την ώρα του σχολείου.
Θα καλημερίζω τη συναδέλφισσα που νομίζει ότι η Ζωρζ Σαρή είναι "ο Ζωρζ Σαρή" και την άλλη που τρέχει στα δικαστήρια να μαζέψει αδέσποτες φωτογραφίες "προσωπικών στιγμών της" .
Μέχρι τα γεράματά μου θα εξηγώ στη δασκάλα της πρώτης ότι το "Αλφαβητάρι με τον ήλιο" είναι σημαντικό κείμενο και πάλι δε θα την πείθω.
Θα δέχομαι το αυθόρμητο ξάφνισμά τους όταν θα ακούν το "Γουτού γουπατού" και θα νιώθω αμηχανία και ντροπή.
Κάθε πρωί θα απορώ γιατί τα παιδιά πρέπει να "κάνουν γραμμές" και να προσεύχονται ομαδικώς. Αλλά τη δική μου απορία δε θα αναλαβαίνει να τη λύσει κανείς. Θα γνωρίζω, ωστόσο, ποιοι από τους παριστάμενους και ευλαβικώς συμπροσευχόμενους κάνουν ιδιαίτερα το απόγευμα και λούφα το πρωί.
Σε όλους αυτούς λοιπόν τους αναγκαστικούς συνοδοιπόρους μιας βόλτας μακριάς και ατελέσφορης, χαρίζω τη σημερινή απεργία. Και στον κάθε ένα, που δέχεται την αδικία ως αυτονόητη.
Θα πιστεύω ότι δουλεύω, για τους άλλους ανθρώπους. Οι προειρηθέντες, όλοι σήμερα στο σχολείο, θα δουλεύουν όλους τους άλλους ανθρώπους. Αυτοί, με τη σειρά τους, θα ανέχονται το δούλεμα ως αυτονόητο. Η Ελλάς αποτελείται από συνένοχους άλλους.
Κι εμείς δε θα μπορούμε ούτε καν να φύγουμε, αν πάμε αλλού.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας


Πόσα χρωστάει ο κ. Βοσκόπουλος, γνωστός τελευταία και ως υπουργικός σύζυγος; Πέντε εκατομμύρια.
Και λοιπόν; Προς τι ο θόρυβος; Γιατί ενοχλεί η βασιλική ασυλία ανθρώπων τέτοιου είδους; Γιατί οι ιερεμιάδες των ΜΜΕ παίζουν αυτό το γαϊτανάκι της υποκρισίας; Γιατί το πόπολο, όπως λένε τον χύδην λαό στην πατρίδα της κ. Γκερέκου, αγανακτεί εμφατικά; Τα χρωστούμενα είναι το πρόβλημα ή μήπως το περιεχόμενο και η κουλτούρα του ίδιου "λαού" που ανέδειξε το ίνδαλμα Βοσκόπουλος και - μεσούσης της χούντας- το αποθέωνε σε μπουζουκομάγαζα και ψευτοϊλουστρασιόν ταινίες;
Ποιος έκανε "άρχοντα" τον άνθρωπο της καψουρόπιστας; Ποιος του έδωσε τη δυνατότητα να έχει τέτοια τρελά έσοδα και - το σημαντικότερο - τέτοια δημόσια εικόνα ώστε να μπορεί να παίζει την διελκυστίνδα με την εφορία τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια; Ποιος, ποιοι εγκυρώνουν το τίποτε, το μηδέν, το πολιτιστικό σκουπίδι; " Λαϊκός βάρδος" ποιανού λαού; Αυτού που του αξίζει.
Πάει και η πολυθρύλητος σεμνότης της Ελληνίδος βοσκοπούλας. Πάνε και τα σεγκούνια, τα υποκάμισα και οι εμπροσθέλες. "Τσεμπέρ ε ποδέ έδε γγούνε εδέ κεμίσι νε κεντήμ εδέ φλουρέ"*, πάει το όνειρο της γριάς μάνας της Φλώρας να τη δει στολισμένη νύφη. Η κολαϊνα με τα φλουριά παρέλκει να φορεθεί. Κατατέθηκε για την αγορά του ακινήτου στο Λιστόν και η βλαχοπούλα της ιστορίας μας ξεπροβάλλει από τη μαύρη λίμο της συλλογικής ονείρωξης τεντώνοντας της ζαρτιέρες της. Να χαρώ την υπουργό. Να χαρώ τον πολιτισμό.
Η ονομαστική μείωση των ετήσιων αποδοχών μιας δασκάλας με εικοσιπέντε χρόνια υπηρεσίας είναι 3.000 ευρώ. Κι αυτό δεν είναι το οφθαλμόλουτρο του Play Boy. Είναι σκληρή τσόντα.

* Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Η Βλαχοπούλα

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Η αλεπού, ένα σύμπλεγμα και το παζάρι

Η επίσκεψη Ερντογάν ολοκληρώθηκε. Τέτοια οθωμανική μεγαλοπρέπεια, σχεδόν ντροπή για την πτωχή και ( εσχάτως ; ) άτιμη Ελλάδα.
Τι ισλαμικό chic, τι παρατρεχάμενοι, τι Θεοδωράκης υποβασταζόμενος από δυο πρωθυπουργούς με φόντο την Ακρόπολη, όλα τα σύμβολα που είχε το μαγαζί επιστρατεύτηκαν. Μέχρι και κοτζάμ πρόεδρος του ελληνικού κοινοβουλίου θύμισε στον μουσαφίρη ότι βρίσκεται στην κοιτίδα της δημοκρατίας.
Μια στάλα συμπλεγματική η ατάκα. Να, σαν το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα που παλεύει τα φίδια, ανταμώς με τα παιδιά του. Ο Λαοκόων έπρεπε να σωπάσει. Η Τροία επέπρωτο να χαθεί.
Λένε ότι πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαχείριση των συμβόλων. Ο συμβολισμός της επίσκεψης Ερντογάν είναι προκλητικά εξόφθαλμος. Και η αμηχανία του ΓΑΠ, κατά τη συνέντευξη τύπου, μιλάει καλύτερα ελληνικά από τον ίδιο.
Κοιτάξτε, καλύτερα, τον ουρανό του Τολέδο. Κοιτάξτε καλύτερα, παρακαλώ.

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Πρωτάκια

Ξεκινούν αύριο και οι σκέψεις μου είναι μαζί τους.
Πριν δώδεκα χρόνια τα υποδέχτηκα, μια σταλιά ψυχάκια, με καινούριες τσάντες. Η αγωνία της μαμάς έξω από την πόρτα και ο δικός μου πανικός της πρώτης μέρας, σταθερές αξίες. Μα αυτά τα μικρούλια στάθηκαν. Άντεξαν δώδεκα χρόνια παράλογης και κακής εκπαίδευσης, ερασιτεχνισμούς σαν τους δικούς μου, την κρεατομηχανή της δευτεροβάθμιας, την εφηβεία, και τώρα είναι έτοιμα να βγουν στον κόσμο που τους ετοιμάσαμε και να διεκδικήσουν τη θέση τους.
Βρήκα τη φωτογραφία μας της πρώτης τάξης, αυτά τόσο δα και αθώα (;) , η αφεντιά μου μωρομάνα εκείνο τον καιρό, όλοι στημένοι μπροστά στην πορφυρή αυτοσχέδια αυλαία του σχολείου, τα ονόματά μας στο χαρτονένιο δίπτυχο. Ευτυχώς, γιατί κάποια πρόσωπα έχουν προλάβει ήδη να χάσουν τα ονόματά τους, δεκάδες πέρασαν από τα χέρια μου έκτοτε.
Και, τέλος πάντων, σήκωσα το τηλέφωνο. Όχι τα ίδια, τους γονείς τους. Τα παιδιά είναι αμπαρωμένα στα δωμάτιά τους, παρέα με τον "προγυμναστή" ( έτσι λέγαμε έναν καιρό τον ιδιαιτερά ) . Τελευταίες οδηγίες προς ναυτιλομένους.
Ευχές για τη Δεσπούλα, τη μελλοντική δόξα της Φιλοσοφικής, το στρουμπουλό που στα οχτώ του σήκωσε χεράκι και είπε:
-Κυρία, το διάβασμα για μένα είναι ελευθερία.
Ευχές για το Μανώλη, που γεννήθηκε άσφυγμος, πάλεψε την αναπηρία του και θέλει να γίνει λαμόγιο δημοσιογράφος. Τι χαρά ! Θα μπορώ να σφαλιαρώνω έναν από δαύτους στο μέλλον, με την άνεσή μου.
Για το Δημήτρη που ποτέ δεν είχε ηψηλή επίδοση αλλά δεν τα παράτησε και τώρα θέλει να γίνει μπάτσος, για τη Χριστίνα, την υποψήφια της μοριακής βιολογίας που έγραφε αστείες εκθέσεις στα επτά της, το Βαγγέλη που τότε ήθελε να γίνει πρωθυπουργός και τώρα δίνει οικονομικά, ευχές για όλα τους. Μέχρι να ανοιγοκλείσουν μια φορά τα μάτια θα έχουν φτάσει στην ηλικία μου, όλο συμβουλές και μικρά πονάκια. Λοιπόν, όρμα Τζακ, μήπως και πάρουν εκδίκηση τα όνειρα.
Και για μένα; Χώρια τα ζουμιά που με πήραν στο δεύτερο - κιόλας- τηλεφώνημα, χώρια τη βεβαιότητα "καλά έκανα και τα έβαψα ξανθά, χάλια ήμουν", μια γλυκιά αμοιβή:
-Ήμουν σίγουρη ότι μας σκέφτεσαι. Αυτό έλεγα σήμερα στη δουλειά, μόνο η δασκάλα του μας σκέφτεται.
Έτσι είναι, παιδιά. Και αφήστε την Αννούλα να κλείνει το γόνυ στον Έλληνα εκπαιδευτικό. Κάτι τέτοιες ιστορίες, ούτε στο όνειρό τους. Πολύ περισσότερο, στην αξιολόγησή τους.
Ίσως , στον εφιάλτη τους.

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Dolce far niente ή Η γιορτή της μητέρας

Κυριακή , Μάης, λαμπερό πρωί επί του μικρού Εμβόλου. Πέρα ο Όλυμπος πεντακάθαρος, νομίζεις θα τον αγγίξεις αν κάνεις λίγο έτσι με το χέρι. Ήλιος και διάφανος, γλυκός αέρας, τίγκα στα κότερα η κλειστή μαρίνα, η άναρχη πρασινάδα της Καλαμαριάς από την κορυφή της τράπεζας μέχρι χαμηλά στο νερό. Ωραίο καφέ, οι φίλες ωραιότερες, άνθρωποι που εμπιστεύομαι και με εμπιστεύονται κι αυτές, τα ανθισμένα σαραντακάτι, το σινάφι μου, μανάδες, χρόνια μας πολλά, οι πρώτοι φραπέδες της σεζόν, τι λέτε να γίνει βρε παιδιά; Τι να γίνει, σκατά, τελειώσαμε, τι θα γίνουν τα παιδιά μας, πρέπει να τα φευγατίσουμε έξω. Ντεβσιρμές, παιδομάζωμα, το τρίτο στη σειρά, σώπα, μη το λες, τι να μην το πω, έτσι θα γίνει. Και θα το κάνουμε με τα ίδια μας τα χέρια.
Τι θα λένε άραγε τα βιβλία της ιστορίας μετά από εκατό χρόνια; Ποιος εθνικός μύθος θα αναλάβει να εξηγήσει στους μελλοντικούς Έλληνες τον εφιάλτη που ζούμε σήμερα;
(...) Το μόρφωμα "Ελλάς" λίγο πριν διαλυθεί πέρασε στα εθνοσωτήρια χέρια του MIG που ανέλαβε αφιλοκερδώς την αποστολή των Ελληνοπαίδων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, προκειμένου να σωθούν από τη σήψη και τη διαφθορά που προκάλεσαν οι δεκαετίες της σαθρής διακυβέρνησης , ο κοινοβουλευτισμός και οι αντιδράσεις στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και στον Προστάτη ΔΝΤ. Μετά από αυτό, οι εναπομείναντες κάτοικοι οργανώθηκαν σε μικρές τοπικές επικράτειες της χαλαρής συνομοσπονδίας Καλλικράτης και εφάρμοσαν τακτικές επιβίωσης πολλές φορές στρεφόμενοι εναντίων αλλήλων. (...)
Οικογένειες, συνταξιούχοι, τρέντυ νεολαία, κι άλλοι φραπέδες, τα κυριακάτικα φύλλα, τίποτε δεν άλλαξε, μα όλα έχουν αλλάξει. Η γλυκιά απραξία του τίποτε, η γλυκιά ανυπαρξία του τότε.
Τώρα;

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Με παρατηρητήρια δε βάφουν αβγά


Τα μέτρα ψηφίστηκαν. Salus patriae suprema lex, esto. Έστω.
Αλλά, για σταθείτε. Ποιας πατρίδας; Ποια είναι η πατρίδα μας; Τι είναι η πατρίδα μας; Είναι ίδια η πατρίδα που υπηρέτησα σαν το πιστό σκυλί τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια με την πατρίδα του διπλανού μου λαμόγια, που μπορεί να είναι ο κουμπάρος μου, ο γείτονας, ο φίλος; (Τη σιχαίνομαι τη λέξη τούτη, όχι για το νόημά της αλλά για την ανάγκη που την έκανε μόδα. ) Με την πατρίδα του κλεφταρά εργολάβου μήπως, η ίδια είναι; Με του γιατρού που βγάζει τα έξοδα του ιδιωτικού για το γιο του από τα βιβλιάρια του δημοσίου; Με του Investement Group, τι λέτε, είναι η ίδια;
Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν είχα τόσο ξεκάθαρη ταξική αίσθηση. Και, πιστέψτε με, ποτέ, μα ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι κάτι περισσότερο από αυτό που έλεγε το εκκαθαριστικό του δεκαπενθήμερου. Και πάντοτε συμπεριφέρθηκα αναλόγως.
Τώρα πρέπει να επιδείξω γενναιότητα και αυταπάρνηση, μου λένε. Τώρα πρέπει να ξελασπώσω την πατρίδα-φάντασμα. Να εμφανίσω πλεόνασμα πατριωτικής ηθικής και εργατικότητας. Να ξεχάσω πως με τιμωρούν για τον πρότερο βίο μου και να ματώνω εξακολουθητικά, για πάντα.
Να μου έδιναν τουλάχιστον μια - σχετική- ικανοποίηση; Να μάθαινα ποιοι κατασπάραξαν το δημόσιο πλούτο και ποιοι υποθήκευσαν το μέλλον των παιδιών μου; Με το όνομά τους, παρακαλώ και την ακριβή τοποθεσία του σωφρονιστικού καταστήματος που θα τους φιλοξενεί.
Ας μη μου έλεγε, Σαββατιάτικα, η κυρία υπουργός ότι στην ακριβότερη και πιο διεφθαρμένη χώρα της Ευρώπης έχει δημιουργηθεί παρατηρητήριο τιμών, επιτροπή ανταγωνισμού και ασπιρίνη για τον καρκίνο. Ας μη μετριόνταν η γενναιότητά τους με διαπιστώσεις. Αλλά με ρήξεις.
Μου λένε λοιπόν ότι τώρα πρέπει να δουλέψω για την πατρίδα. Δε μπορώ να τους πείσω ότι για τη ρημάδα δούλευα, έτσι κι αλλιώς. Δε θα με πιστέψουν. Ίσως γιατί - κατά βάθος- απλώς υπερασπιζόμουν την προσωπική μου ηθική , απέναντι στην καθημερινή χυδαιότητα.
Και τώρα, γύρω μου, βλέπω αυτήν την ίδια χυδαιότητα ατιμώρητη, θριαμβεύουσα.
Πάνω από το τυμπανιαίο και ωδοδός πτώμα της "πατρίδας" κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες. Μόνο που το πράττουν με υποκριτική υπερβολή, σαν τη Βλαχοπούλου στην "Παριζιάνα". Από μπροστά μαύρο ρέλι στο μαντηλάκι και μαύρο φουστάνι κλειστό ως το λαιμό. Και πίσω όλη η πλάτη έξω, να φαίνεται μέχρι κάτω, μέχρι το βρακί. Μόνο που κι αυτό είναι υποθηκευμένο στην τράπεζα.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Τι πόθους και τι πάθος



Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Όταν ο Σεφέρης έγραφε την "Άρνηση" έβαλε μια πάνω τελεία στον προτελευταίο στίχο. Όταν ο Θεοδωράκης συνέθεσε τo τραγούδι δεν κατάφερε να κάνει το Μπιθικώτση να την τραγουδήσει. Όταν το τραγούδι πέρασε στα χείλη του κόσμου άλλαξε τίτλο και έγινε" Το περιγιάλι".
Η γιαγιά μου δεν ήξερε το Σεφέρη, την πάνω τελεία και την 'Άρνηση". Ήξερε μόνο ότι το "Περιγιάλι" ησύχαζε το μωρό, το πρώτο εγγόνι. Που, πες-πες ,το έμαθε το τραγούδι και το απαιτούσε με τον τρόπο που τα πρώτα εγγόνια ξέρουν να απαιτούν.
Στο σόι μου τα παιδιά τα τραγουδάμε μέχρι μεγάλα. Με το ¨Περιγιάλι" νανούρισα κι εγώ, ήταν πια μέρος της οικογενειακής μυθολογίας. Επίσης με την πάνω τελεία φευγάτη. Ήξερα λίγο περισσότερα από τη γιαγιά μου για το Σεφέρη, ήξερα και την πάνω τελεία, αλλά και πάλι μου άρεσε να σκέφτομαι τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής και τι λάθος είχαμε κάνει στη ζωή μας. Τι λάθος μπορούσαμε να έχουμε κάνει.
Τα παιδιά μου μεγάλωσαν πολύ. Τώρα ακούνε σιωπηλά τραγούδια , υπόηχους και υπέρηχους μόνο για τα δικά τους αυτιά. Έξω από το σπίτι ακούγονται τα τραγούδια μιας άδικης εποχής και εγώ προσπαθώ να κάνω τη σούμα των προσωπικών μου αρνήσεων. Άραγε αυτό ήταν το λάθος;
Ό άνθρωπος με τη μωβ γραβάτα και έναν έρπη σε αποδρομή, μου είπε πριν λίγη ώρα ότι πρέπει ν' αλλάξουμε ζωή. Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, το Σεφέρη και το "Περιγιάλι". Τότε ήταν ο παππούς του στο ίδιο βήμα, δεν υπήρχε η MIG, ο κόσμος που φώναζε ήξερε ένα τουλάχιστον άρθρο του Συντάγματος και οι τρεις άνθρωποι που κάηκαν ήταν αγέννητοι.
Δε μπορώ ξέρω τι θα τραγουδάει ο κόσμος σε πενήντα χρόνια. Μπορεί να έχουν τελειώσει τα νανουρίσματα. Μπορεί όχι. Τα παιδιά μου θα έχουν εγγόνια. Μπορεί και όχι. Θα έχουν τελειώσει τουλάχιστον τα λάθη;


Τετάρτη 5 Μαΐου 2010



Δεν τιμωρήθηκε κανείς.

Δεν ικανοποιήθηκε, έστω και στοιχειωδώς, το περί δικαίου αίσθημα.

ΔΗΛΑΔΗ, ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ;

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Curriculum vitae

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, από σόγια που μόλις σήκωναν κεφάλι μετά την προσφυγιά, την κατοχή και τον εμφύλιο. Οικογενειακό μότο το "χρυσό βραχιόλι". Πήρα το πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας το 1985. Ήμουν 22 χρονών.
Έπιασα δουλειά το 1986. Παντρεύτηκα συνάδελφο , πήραμε οπελάκι από χέρι και πήγαμε να ζήσουμε στα ενενήντα μέτρα της γονικής αντιπαροχής. Κάναμε δυο παιδιά δικά μας και νομίσαμε ότι και τα άλλα, τα ξένα, είναι και αυτά κάπως δικά μας. Πιστέψαμε πως το δημόσιο σχολειό πρέπει να είναι ένα μέρος όπου η ανθρωπιά ανθίζει και δένει φρούτα, από εκείνα που γλυκαίνουν τη ζωή και κάνουν τον κόσμο κατοικήσιμο. Και έτσι πορευτήκαμε.
Η μόνη συνδιαλλαγή που είχαμε με το πολιτικό και επαγγελματικό σύστημα ήταν ρήξεις. Και αρνήσεις. Δε γίναμε στελέχη πουθενά, δεν ωφεληθήκαμε σε τίποτε, δε γίναμε πελάτες κανενός, δε φοροδιαφύγαμε δεκάρα, δε λουφάραμε, δεν κάναμε ιδιαίτερα μαθήματα και δεύτερη δουλειά, δεν πήραμε ποτέ κανενός είδους δάνειο, δε μετακομίσαμε, δεν αποκτήσαμε έπιπλο κουζίνας, εξοχικό, σκάφος, δευτερότριτο αυτοκίνητο, τζιπ και πιστωτικές. Μπορούσαμε. Δεν το θεωρήσαμε συμβατό με την πραγματικότητά μας.
Το φθινόπωρο του 2006 απεργήσαμε για έξη εβδομάδες με πόνο και περηφάνια. Οι γονείς του σχολείου διαμαρτύρονταν γιατί χάνονταν μαθήματα. Δεν είχαν απεργήσει ποτέ. Από το σύλλογό μας ήμασταν δεκαέξι άνθρωποι αυτοί που άντεξαν και δεν έσπασαν την απεργία. Οι υπόλοιποι είχαν δάνεια.
Σήμερα απεργούμε. Τα παιδιά μας, τα βιολογικά, λένε στους φίλους τους ότι είναι παιδιά απεργών. Τα άλλα, τα ξένα, μάθανε το πρώτο γράμμα, το άλικο, και τι σημαίνει θυμός. Οι γονείς ακόμη διαμαρτύρονται. Αλλά δεν απεργεί κανείς. Οι συνάδελφοι εξακολουθούν να έχουν δάνεια.
Ο κόσμος που περιμένει τα παιδιά τους δεν είναι κατοικήσιμος Ο κόσμος που περιμένει και τα δικά μου παιδιά δεν είναι κατοικήσιμος. Δεν τον έφτιαξα εγώ. Το πρόβλημα είναι ότι δε μπορώ ούτε και να τον αλλάξω.

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Όταν πέφτουν καρχαρίες

Πώς θα σας φαινόταν αν ο προπονητής του Ολυμπιακού έπαιζε 100 εκατομμύρια στο Προ-Πο, ποντάροντας στην ήττα και τον υποβιβασμό της ομάδας του και συνιστώντας στους φίλους του να κάνουν το ίδιο; Τι θα έκαναν οι οπαδοί των Ερυθρολεύκων σε έναν τέτοιο προπονητή;
Αυτό ακριβώς φαίνεται ότι κάνει η τράπεζα Goldman Sachs, κύριος σύμβουλος επί σειρά ετών των Eλληνικών Kυβερνήσεων σε θέματα χρέους και ιδιωτικοποιήσεων, προνομιακός συνομιλητής των Πρωθυπουργών και από τους κύριους Διαχειριστές του Δημόσιου Χρέους μας. Με το ένα χέρι, η Τράπεζα κερδίζει δισεκατομμύρια από τις “Συμβουλές” της και τη «Διαχείριση του Χρέους» της χώρας μας και με το άλλο, «Παίζει» και «Ποντάρει» στην Αγορά των Στοιχημάτων (CDS) στη… Χρεωκοπία της Ελλάδας! Το παιγχνίδι παίζεται σε στενή συνεργασία με το κερδοσκοπικό Hedge Fund του Paul Paulson, που κέρδισε του κόσμου τα λεφτά στην κρίση του 2008. (...)

Ολόκληρο το κείμενο εδώ. Για να μάθουμε, επιτέλους, γιατί πολεμάμε.

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Dansons la Carmagnole





Ήταν γυναίκες, Παριζιάνες και φτωχές. Όταν στήνονταν η καρμανιόλα, έπαιρναν την κάλτσα τους και κάθονταν ένα γύρω, καγχάζοντας και μετρώντας πόντους και κεφάλια που έπεφταν στο καλάθι. Τις ονόμασαν tricoteuses και έμειναν συνώνυμα της φρίκης.
Έβαλε σ' αυτό το χεράκι του και ο Ντίκενς, με την "Ιστορία των δύο πόλεων" και το χαρακτήρα της μέγαιρας Μαντάμ Ντεφάρζ. Η tricoteuse Τερέζ Ντεφάρζ χορεύει την "Καρμανιόλα", επικεφαλής του όχλου των γυναικών στη συνοικία του Αγίου Αντωνίου και έχει για υπαρχηγό μια άλλη πλέκτρια, την Εκδίκηση. Όταν τη ρωτούν τι πλέκει, απαντά "σάβανα". Είναι η ενσάρκωση της Ατρόπου, της τρίτης και θανατερής Μοίρας που, κόβοντας την κλωστή, αποφάσιζε για τη ζωή και το θάνατο. Κατατρέχει αλύπητα τους ευγενείς Εντρεμόντ για τα πάθη της δικής οικογένειας, αλλά το μένος της της στρέφεται κατά δικαίων και αδίκων. Οι πράξεις της δε "νομιμοποιούνται" από το συγγραφέα και την οδηγούν στο δικό της όλεθρο, αντίθετα με την ηθική δικαίωση των ευγενών που κερδίζουν το φωτοστέφανο των μαρτύρων.

Είναι πρωί θαυμάσιο, τρέχω για το σχολείο, ο ήλιος κόντρα. Στη δημοκρατία της μεζονέτας δεν υπάρχουν πεζοδρόμια, η γωνιά ενός σπιτιού βγαίνει στη μέση του δρόμου. Ένας γνωστός έρχεται από απέναντι, γελάει και φοβάται:
- Αυτό το σημείο είναι καρμανιόλα.
Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ:
-Όλα είναι καρμανιόλα, και πάει έφυγε από το στόμα μου και πάει να συναντήσει τη λαϊκή μαινάδα που χάθηκε μέσα στο εύδαιμον κοινό του Λαζόπουλου, στις γεμάτες εκκλησίες και στη σιωπή των νοικοκυρέων. Ο άντρας της, ο ταβερνιάρης Ντεφάρζ, έγλειψε για να διοριστεί, έκανε αυθαίρετο στην Ποτίδαια και γαμπρό προποτζή. Τα εγγόνια τους οδηγούν σμαρτάκια στις καφετέριες της Καλαμαριάς. Κανείς δεν πλέκει σάβανα.
Λοιπόν, χορέψετε τη Καρμανιόλα. Χορέψετε, την ώρα που θα την ανεβαίνετε.


Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Η κρίση είμαστε εμείς


Ο Teacher Dude, ο "ξένος" Σαλονικιός που περιγράφει την ελληνική πραγματικότητα με τα κείμενα του και τις εξαιρετικές του φωτογραφίες. Τιμιότητα, ενάργεια και - ελπίζω- συμπάθεια. Η ανάρτηση καταγράφει το μούδιασμα του κόσμου ταυτόχρονα με την καταγγελία του πελατειακού πολιτικού συστήματος και της ηθικής κρίσης που είναι και η αληθινή κρίση.
Αν τολμούσα να προσθέσω κάτι σε ένα τόσο λιτό και περιεκτικό κείμενο θα ήταν μόνο η απαισιοδοξία μου. Μια κοινωνία σε ιλουστρασιόν ύπνο, βαθιά αμοραλιστική και ουσιαστικά αγράμματη, ένα σίχαμα που ρουφάει φραπέ πίσω από πομπώδη γυαλιά ηλίου και δανείζεται για να φτάσει το λάιφ στάιλ των περιοδικών, τελευταία σε βιβλιοφιλία, πρώτη σε πατριωτικές κορώνες και μακριούς σταυρούς, μια κοινωνία που συντηρητικοποιήται πιο γρήγορα από τον ίδιο της τον εαυτό, δεν έχει καμιά ελπίδα ανάκαμψης. Ο κόσμος που δε βγαίνει στους δρόμους, το ανύπαρκτο ηθικό αίτημα, η απαξίωση της τιμής και της αξιοπρέπειας είναι αποδείξεις συνενοχής. Πάμε, Ντόλυ.

The Greek government is currently negotiating the details of the EU-IMF brokered emergency loan pakage and as a result TV stations are covering the story non-stop, much in the manner of some kind of natural disaster with breaking news interrrupting regular programming. Whatever the final details are the reality of the situation is now painfully obvious to everyone.

The country is, in essence bankrupt and now faces the prospect of massive economic dislocation with huge cuts in wages and most likely a sharp rise in unemployment. Local newspapers are talking about one million without work (Greece has a population of 11 million) before the year is out.

The question on everyone's lips is, "How did it come to this?" People are still in a state of shock and there is a numbness as if Greeks cannot quite fathom what is happening to them. But beyond that there is a feeling of intense anger that the ruling political parties have betrayed the country and left its inhabitants at the mercy of outside forces. Soon, once the initial dismay has worn off and the effects of the crisis appear in wallets and pockets there is going to be a massive backlash against both Greece's two largest parties, PASOK who and New Democracy who swopped places in last year's general elections.
Already there have been protests and marches in many cities as as the weeeks go by these are set to increase in size and frequency. Buses full of riot police are now to be seen regularly in city centres and few believe that the demonstrations will remain peaceful. There is no way the current political establishment can ask sacrifices of people when they themselves have been mired so long in a constant tangle of corruption and scandal. Neither PASOK nor New Democracy seem to think that the Greece's plight is their fault and simply feel that it is business as usual as far as campaigning goes. I think that they have seriously misread the feeling of the country and are likely to be the victims of this backlash in the local council elections this year.
It will be interesting to see how the current PASOK government manages to deal with fact that they can no longer buy support through the traditional method of handing out contracts and jobs to supporters. Once the intricate web of patron-client relationships starts to fray what will take its place? For decades both the major parties have used such tactics to shore up their electoral base and ensure powerful "friendships" with the country's economic elites. With the system now under close scrutiny from both the IMF and the EU political leaders will have little to offer apart from promises, which have come to mean virtually nothing to most Greeks.
What we are witnessing is not just a economic but also a moral bankruptcy with a deeply corrupt and amoral political apparatus collapsing under the weight of its own inadequency.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Σκοτεινά παραμύθια


Ανήμερα του Αη-Γιώργη, μέσα στο Carrefour της Παρασκευής μας, μια οθόνη τρέχει τις ειδήσεις, η προσφυγή είναι αλήθεια, δηλαδή εσύ τι περίμενες, το Καστελόριζο μακριά, ο ΓΑΠ εκπυρσοκρότησε, στον πάγκο των τυριών το πάτωμα γλυστράει, δε ξέρω ακόμη τι να μαγειρέψω σήμερα, κοίτα, τι σαβούρα φορτώνουν ο κόσμος στα καρότσια, θα πάρω ποτέ σύνταξη, σήμερα προσφορά στα Delica.

(...)
-Καθόμουν στο παραθύρι μου και διακένταγα. Κι ένας αετός πέταξε και μου είπε: "Διακεντάς, δειακεντάς, αλλά πεθαμένο άντρα θα πάρεις". Σκοινί της κρέμασης, τι να κάνω; ρώτησε απελπισμένη η βασιλοπούλα.
-Να κρεμαστείς, είπε το σκοινί της κρέμασης.
-Περίμενα ξάγρυπνη, τρία χρόνια, τρεις μήνες, τρεις μέρες, τρεις ώρες και τρεις μετζαώρες, μ' αποκοιμήθηκα για λίγο. Το βασιλόπουλο τώρα που ξύπνησε αγάπησε άλλη. Μαχαίρι της σφαής, τι να κάνω;
-Να σφαχτείς, είπε το μαχαίρι της σφαής.
-Ήμουν βασιλοπούλα και κατάντησα να βόσκω χήνες. Πέτρα της υπομονής, πες μου τι να κάνω.
-Να κάνεις υπομονή, είπε η πέτρα της υπομονής. (...)
Μα τι διαβάζεις στα παιδιά, σώπα, ξέρω τι διαβάζω, στο τέλος όλα γίνουνται όμορφα, ο κόσμος είναι απλός, το καλό θριαμβεύει, ωραίος ο μανιχαϊσμός, τα παιδιά χαμογελούν, τα ματάκια ταξιδεύουν, η ψυχή ησυχάζει. Παραμύθι, παραμυθία, παρηγοριά. Αλλά και παραμύθα, παραμυθιάζω, παραμύθας. Διαλέξτε. Ήρθε η ώρα.

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρικύμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Γιώργος Σεφέρης, "Ερωτικός λόγος" Ε' 1931

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Μπλέξαμε

Ήρθε μια Ρωμιά στην Πόλη. Με παιδιά, σύζυγο, μπαγκάζια, αναπαραστάσεις ενός χαμένου παραδείσου και αχόρταγα μάτια. Αυτή ήταν λοιπόν, η ίδια άγνωστη πόλη που είχε κάποτε δει στ' όνειρό της. Κι η Ρωμιά, που ακόμη δεν πίστευε στην αταβιστική μνήμη, ένιωσε - πολύ απλά - ότι γύριζε σπίτι της.
Να έφταιξε η οικογενειακή μυθολογία, οι παππούδες που φύγαν άρον άρον - ποιος λιποτάκτης, ποιος πρόσφυγας - μήπως η εθνική εμμονή;  Λωξάντρες και Φάνηδες; Μήπως κάποιοι άλλοι νοσταλγοί ταξιδευτές;
Μπου ντουνιά τσαρ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.

(...) Ο άνθρωπος έσκυψε να ίδη.
Υψηλή μορφή, με λευκόν σαρίκι, με μαύρην χλαίναν και χιτώνα χρωματιστόν, είχε σταθεί ενώπιον του σαλεπτσή.
-Πού σ' αυτόν τον κόσμο;
-Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
-Άσκολσουν... υπεψιθύρισεν ο σαλεπτσής.
Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπον, αλλά το ένδυμα. Κάθε άλλος θα τον εξελάμβανεν ως φάντασμα. Αλλ' αυτός δεν επτοήθη. Ήτο απ' εκείνα τα χώματα.
Είχεν αναφανή. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν;Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος; (...)
 ( Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης)

Και πήραν όλοι αυτό που γύρευαν. Ο σύζυγος, φαρσί επιτέλους τη γλώσσα που άκουγε νύχτα μέρα στο πατρικό,  αξιώθηκε να μοιράζει μπακτσίς δεξιά και αριστερά, καταευχαριστημένος που μπόρεσε να ζήσει σε κλίμακα τη ζωή των παππούδων. Ο γιος, με πολεμικό ύφος μπροστά στη Μεγάλη του Γένους,  κουτρουβάλησε κατόπιν προθυμότατα στα μπεζεστένια και βρήκε με τη μύτη  σαράφικο να αγοράσει τον πρώτο του χρυσό. Η ακριβοθυγατέρα,  με τη λαμπαδίτσα   και τα πασχαλινά της στην καρδιά του Ταξίμ, λίγο τρομαγμένη αλλά περήφανη γιατί προβιβάστηκε επιτόπου  από τα γκαρσόνια της Istiklal  στην τάξη των kucuc hanim. Και η Ρωμιά της ιστορίας μας;
Βρήκε τα μνημεία στην ορισμένη θέση της συλλογικής μνήμης,  τα μιλιούνια των ανθρώπων στους δρόμους, τη ντεκαντάνσια των μεγάρων στο Σταυροδρόμι πολύ του γούστου της, τις σεβάσμιες  πλάτες του Πατριάρχη στον Αη-Γιώργη, Μεγάλη Παρασκευή απογευματάκι, ό,τι πιο κοντινό έμεινε σε βυζαντινό αυτοκράτορα και μια μικρή μαθήτριά της να φωνάζει "κυρία, κυρία" κάτω από την κλειστή πύλη.
Σιργιάνησε και τα καινούρια ελλαδίτικα τουριστικά κλισέ. Πώς γνώρισε η Γιάννα Ολυμπιοδασκαλάκη τον μετέπειτα της σύζυγό στο Φανάρι , ω, με συγχωρείτε, ήταν τυχαίο , και μετά βάλθηκε να γίνει ό,τι πιο κοντινό έμεινε σε βυζαντινή αυτοκράτειρα, πώς αγωνίστηκε το παλικάρι ο Σάκης στην Τουρκοβίζιον, ως άλλος Παλαιολόγος, πού γυρίστηκε η Πολίτικη κουζίνα και το πιο πρόσφατο τούρκικο σήριαλ, για περάστε, για περάστε.

Είδε το Βόσπορο στη νύχτα και στη μέρα του, α, το Βόσπορο...  Είδε και το Μαρμαρά.

Mavi Marmara. Ποιο μαβί δε γίνεται. Τα πεύκα της Χάλκης, τα πεταλάκια της Πρίγκηπος και η ανάμνηση, από δεύτερο χέρι, μιας άλλης ζωής. Το αεράκι των μπουγαζιών και ο πρωθύστερος νόστος που - επιτέλους - ικανοποιήθηκε.

Και στο φλεγόμενο Σισμανόγλειο Μέγαρο στην Ιστικλάλ - μιας απλής απρονοησίας του Προμηθέα - είδε το πρόσωπο της πατρίδας που ξέρει να προκόβει κυρίως και κατά προτίμηση έξω από τα όριά της.

Αυτά τα τσουρούτικα, μίζερα όρια ενός εθνικού κράτους που  κόστισε  αίμα και  ξεριζωμό, ανδρώθηκε με μεγάλες ιδέες,  αξιώθηκε την αίγλη της αρπαχτής, για να καταλήξει στα τωρινά καζάντια. Κοινώς, φωτιά στα μπατζάκια μας.

Πάντως η Ρωμιά της ιστορίας μας βρήκε και την έξοδο Mahmutpasa στο Καπαλί Τσαρσί και κατηφόρισε στη βαθιά Τουρκία του Εμίνονου. Καλντιρίμι,  γυναίκες με σαλβάρια, μαγαζιά με κεφαλομάντηλα και ρουχαλάκια πριγκίπων για τη μέρα της περιτομής. Μέχρι το Kurkcuhan, όμοια κι απαράλλαχτα κατά τα άλλα με τα γενέθλια Καπάνια, της φτωχιάς εξαδέλφης από την επαρχία. Εκεί και το Gulum Yun, δηλαδή Nako el Orgu Yunleri. Εκεί και το μαγκιόρο κασμιράκι για να πλεχτεί το ρούχο -  ενθύμιο του ταξιδιού,  εκεί έμποροι με ταχύτατα αντανακλαστικά , biraz para κατά τα άλλα. Εσύ εμένα διες, στην Πόλη  πλέκουν και άντρες.
Ο πατέρας της Ρωμιάς μας, βέβαια, ποτέ χρησιμοποιούσε το ρήμα "έπλεξε", αλλά το  "έμπλεξε", ως εξής: Μπλέκω, μπλέκεις, μπλέκει. Μπλέκουμε, μπλέκετε, μπλέκουν. Κι η ίδια,  πρώτη από τους δικούς της που γύρισε πίσω, ενενήντα χρόνια μετά το φευγιό, έτοιμη από παλιά να πιαστεί στη γοητεία αυτού που άκουγε πάντα να το λένε "πατρίδα" , θα του απαντούσε:
-Ναι, μπαμπά, μπλέξαμε. Μπλέξαμε για τα καλά.












LinkWithin

Related Posts with Thumbnails