Χτες είδα το πρόσωπο της αλήθειας. Ήταν άντρας, νέος, και το τεντωμένο δέρμα του έλαμπε κάτω από το φως των προβολέων ενός στούντιο. Προσπαθούσε να χαμογελάσει στο πανελλήνιο και ήταν μια εωθινή φρίκη. Δουλειά του έλεγε την αξιολόγηση των ανθρώπινων πόρων και δεν έβλεπε την ώρα να την κάνει. Να αποφασίζει ποιοι είναι η κρέμα της κρέμας σε μια δουλειά και ποιοι φταίνε που η βάρκα μας η κουρελού η χιλιομπαλωμένη έχει μπατάρει. Ουδείς λόγος ανησυχίας. Τι θέλει λοιπόν εδώ μια ανάρτηση, ένα χρόνο μετά την τελευταία;
Ο λόγος του ήταν αγοραίος, με την κάθε έννοια. Ακουγόταν με την επιθετική βεβαιότητα της ξανθιάς παρουσιάστριας που ρωτάει τώρα τελευταία τον φακό "γιατρέ, πάτε καλά;". Γαργαλούσε τα αντανακλαστικά ενός κοινωνικού οργανισμού που έχει απωλέσει -αν διέθετε ποτέ- κάθε δυνατότητα σκέψης και ειλικρίνειας. Πώς το λέμε αυτό; Κοινωνικό αυτοματισμό; Φαντάζομαι κι εγώ έναν κοινωνικό δεινόσαυρο, όπου το ερέθισμα κάνει τεράστιες, αργές διαδρομές να φτάσει στον υποτυπώδη εγκέφαλο. Και όταν φτάνει προκαλεί μια φυτοειδή αντίδραση. Μετά σβήνει.
Σκέφτομαι ότι η νομιμοποίηση αυτών των ανθρώπων και αυτών των πρακτικών πέρασε από τα χέρια μας. Θα ήθελα να βάλω ένα ερωτηματικό στο τέλος της επόμενη πρότασης, αλλά διστάζω.
Μας αξίζει. Η σύγχρονη ελληνική τραγωδία θα αναγνωριστεί στο μέλλον ως συλλογικό έργο. Μόνο που τα τραγικά πρόσωπα δεν είναι όλοι οι 30000 πρώτοι έφεδροι,οι άνεργοι, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι εν γένει. Είναι κάτι λίγοι, ελάχιστοι. Αυτοί που από πάντα ένιωθαν την ανάγκη να δεσμευτούν απέναντι στο σύνολο και να δουλέψουν με καημό την αλήθεια, την ανθρωπιά. Αυτοί ναι, τιμωρούνται. Όμως όφειλαν να γνωρίζουν από τα πριν ότι το μοιράδι τους θα είναι πάντα η τιμωρία.
Πόσους Οιδίποδες να σηκώσει πια το σανίδι του μπουλουκιού που παίζει ακόμη και ξανά στο καφενείο της Άμφισσας; Η αυτοχειρία τους θα γράψει το αναγκαστικό φινάλε. Δεν θέλω να φανταστώ το κοινό που θα χειροκροτήσει. Νομίζω ότι θα είναι το ίδιο φρικτό με τον αξιολογητή ανθρώπινων πόρων. Έτσι κι αλλιώς, σ΄έναν τόπο που κάθε έννοια δημόσιου καλού δεν ευδοκίμησε ποτέ, η ιδιώτευση ήταν πάντα ο μύχιος πόθος των περισσότερων. Ε, για μένα δε μένει παρά να ευχηθώ μια μακάρια ιδιωτεία.
Ο λόγος του ήταν αγοραίος, με την κάθε έννοια. Ακουγόταν με την επιθετική βεβαιότητα της ξανθιάς παρουσιάστριας που ρωτάει τώρα τελευταία τον φακό "γιατρέ, πάτε καλά;". Γαργαλούσε τα αντανακλαστικά ενός κοινωνικού οργανισμού που έχει απωλέσει -αν διέθετε ποτέ- κάθε δυνατότητα σκέψης και ειλικρίνειας. Πώς το λέμε αυτό; Κοινωνικό αυτοματισμό; Φαντάζομαι κι εγώ έναν κοινωνικό δεινόσαυρο, όπου το ερέθισμα κάνει τεράστιες, αργές διαδρομές να φτάσει στον υποτυπώδη εγκέφαλο. Και όταν φτάνει προκαλεί μια φυτοειδή αντίδραση. Μετά σβήνει.
Σκέφτομαι ότι η νομιμοποίηση αυτών των ανθρώπων και αυτών των πρακτικών πέρασε από τα χέρια μας. Θα ήθελα να βάλω ένα ερωτηματικό στο τέλος της επόμενη πρότασης, αλλά διστάζω.
Μας αξίζει. Η σύγχρονη ελληνική τραγωδία θα αναγνωριστεί στο μέλλον ως συλλογικό έργο. Μόνο που τα τραγικά πρόσωπα δεν είναι όλοι οι 30000 πρώτοι έφεδροι,οι άνεργοι, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι εν γένει. Είναι κάτι λίγοι, ελάχιστοι. Αυτοί που από πάντα ένιωθαν την ανάγκη να δεσμευτούν απέναντι στο σύνολο και να δουλέψουν με καημό την αλήθεια, την ανθρωπιά. Αυτοί ναι, τιμωρούνται. Όμως όφειλαν να γνωρίζουν από τα πριν ότι το μοιράδι τους θα είναι πάντα η τιμωρία.
Πόσους Οιδίποδες να σηκώσει πια το σανίδι του μπουλουκιού που παίζει ακόμη και ξανά στο καφενείο της Άμφισσας; Η αυτοχειρία τους θα γράψει το αναγκαστικό φινάλε. Δεν θέλω να φανταστώ το κοινό που θα χειροκροτήσει. Νομίζω ότι θα είναι το ίδιο φρικτό με τον αξιολογητή ανθρώπινων πόρων. Έτσι κι αλλιώς, σ΄έναν τόπο που κάθε έννοια δημόσιου καλού δεν ευδοκίμησε ποτέ, η ιδιώτευση ήταν πάντα ο μύχιος πόθος των περισσότερων. Ε, για μένα δε μένει παρά να ευχηθώ μια μακάρια ιδιωτεία.