Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1851 - 1911
(φωτογραφία του Γεωργίου Χατζόπουλου,1908, Αρχείο Merlier)
Ήταν 54 χρονών, την Πρωτοχρονιά του 1911. Πίσω επιτέλους στο νησί, φτωχός όπως ήταν όταν έφυγε.Υπέροχα πτωχαλαζών για να μπορέσει να πλουτίσει από τα γραφτά του.Άρρωστος.Οι χαμοκέλες της Αθήνας, το σπίρτο και η μοναξιά κάνανε καλά τη δουλειά τους. Οι αδελφές , οι ίδιες που αργότερα φωτογραφίζονταν μαραζωμένες, με τα χέρια υπομονετικά σταυρωμένα πάνω στις "φουστάνες", ανύπαντρες ακόμη,και για πάντα.
Τι αίσθηση να είχε ; Ανεκπλήρωτο; Ήττα; Το 1904 ακόμη έλπιζε.
Το ΄08 που γιορτάζουν την εικοσαπενταετηρίδα του αυτός έχει γείρει το κεφάλι. Δεν εμφανίζεται στη βραδιά του "Παρνασσού". Που κοιτά; Τα ρόδινα ακρογιάλια του νησιού ή το φάντασμα της υστεροφημίας;
Την ίδια χρονιά επιστρέφει οριστικά στη Σκιάθο. Ο Άγιος Ελισσαίος, το σπίτι του Νικόλα και της Πολυξένης Μπούκη, το καπηλειό του Καχριμάνη ξεμακραίνουν .Ένας ξεπεσμένος δερβίσης χώνεται οριστικά στο σκάμμα του τρένου στο Θησείο.
Ωστόσο και από το νησί γράφει, μεταφράζει και δημοσιεύει. Μέχρι να κατέβει ο άγγελος την Πρωτοχρονιά. Ο ίδιος να ήταν που μοίραζε και τα πτερόεντα δώρα; Ξέρετε, αυτός που στο τέλος δίπλωνε τα φτερά του κι έφευγε λυπημένος κι απογοητευμένος από τους ανθρώπους. Μακάρι να μάζεψε γαλήνη κάτω από τις φτερούγες του όταν στάθηκε στο χαμηλό γιατάκι του παπαδόσπιτου και περίμενε. Ξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου του 1911.
(φωτογραφία του Γεωργίου Χατζόπουλου,1908, Αρχείο Merlier)
Ήταν 54 χρονών, την Πρωτοχρονιά του 1911. Πίσω επιτέλους στο νησί, φτωχός όπως ήταν όταν έφυγε.Υπέροχα πτωχαλαζών για να μπορέσει να πλουτίσει από τα γραφτά του.Άρρωστος.Οι χαμοκέλες της Αθήνας, το σπίρτο και η μοναξιά κάνανε καλά τη δουλειά τους. Οι αδελφές , οι ίδιες που αργότερα φωτογραφίζονταν μαραζωμένες, με τα χέρια υπομονετικά σταυρωμένα πάνω στις "φουστάνες", ανύπαντρες ακόμη,και για πάντα.
Τι αίσθηση να είχε ; Ανεκπλήρωτο; Ήττα; Το 1904 ακόμη έλπιζε.
Το ΄08 που γιορτάζουν την εικοσαπενταετηρίδα του αυτός έχει γείρει το κεφάλι. Δεν εμφανίζεται στη βραδιά του "Παρνασσού". Που κοιτά; Τα ρόδινα ακρογιάλια του νησιού ή το φάντασμα της υστεροφημίας;
Την ίδια χρονιά επιστρέφει οριστικά στη Σκιάθο. Ο Άγιος Ελισσαίος, το σπίτι του Νικόλα και της Πολυξένης Μπούκη, το καπηλειό του Καχριμάνη ξεμακραίνουν .Ένας ξεπεσμένος δερβίσης χώνεται οριστικά στο σκάμμα του τρένου στο Θησείο.
Ωστόσο και από το νησί γράφει, μεταφράζει και δημοσιεύει. Μέχρι να κατέβει ο άγγελος την Πρωτοχρονιά. Ο ίδιος να ήταν που μοίραζε και τα πτερόεντα δώρα; Ξέρετε, αυτός που στο τέλος δίπλωνε τα φτερά του κι έφευγε λυπημένος κι απογοητευμένος από τους ανθρώπους. Μακάρι να μάζεψε γαλήνη κάτω από τις φτερούγες του όταν στάθηκε στο χαμηλό γιατάκι του παπαδόσπιτου και περίμενε. Ξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου του 1911.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου