`
Ήταν η δεύτερη φορά που ανηφόριζε την Πλάτωνος, πίσω από το Πειραματικό, για τον ίδιο λόγο. Σχεδόν ευχόταν να βρει σκοτεινό το μικρό ισόγειο με την ξύλινη τζαμαρία, όπως είχε γίνει την περασμένη εβδομάδα. Τότε είχε νιώσει μια σχετική ανακούφιση, αλλά να την πάλι εκεί μπροστά, με το χέρι στη μπετούγια.
Είχε κόσμο μέσα. Έσπρωξε και μπήκε. Στενό, μικρό μαγαζάκι, το αφόρητο κάψιμο αρχαίας ηλεκτρικής θερμάστρας στην είσοδο. Οι μαζεμένοι φρόντιζαν να κάθονται στο βάθος, λίγες καρέκλες γύρω από ένα γραφείο και λευκά κεφάλια. Χαμογέλασε στην απορία τους και συστήθηκε.
Την θυμήθηκαν. Την καλοδέχτηκαν. Στους τοίχους φωτογραφίες. Ο Άρης στην κλασική πόζα, καθιστός με στολή, κορνιζαρισμένα αποκόμματα εφημερίδων, αφίσες. Κι απέναντί της, έτσι όπως την έβαλαν να καθίσει, η φωτογραφία του συνονόματου, όνομα κι επίθετο ίδια, οι καταλήξεις να διαφέρουν. Η ίδια και στο σαλόνι του πατρικού, η μάνα ακόμη αλλάζει το νερό στο βάζο εκεί μπροστά κάθε πρωί.
Με δυο λόγια το σκοπό της επίσκεψης τον είπε. Άλλον από εκείνον που είχε στο μυαλό της. Και απέφευγε να κοιτάει τον τοίχο απέναντι. Ο γιος της, τώρα που ζύγωνε να αντροπατήσει... Το ίδιο μακρύ, αδύνατο πρόσωπο, το σκούρο βλέμμα. Ο άλλος κοίταζε από την κορνίζα του, με την πυρέσσουσα ματιά του καιρού που τον έστησε στον τοίχο του Επταπυργίου. Πότε ήταν; Στον εμφύλιο βέβαια, αλλά πότε; Καταραμένη μνήμη, ο πατέρας κάποτε τα έλεγε, έπρεπε να τα είχε συγκρατήσει τότε...
Ήταν ευγενικοί και λίγο ξαφνιασμένοι μαζί της. Εκτός από τη μυρουδιά της ιστορίας έπιανε και τη μυρουδιά των γηρατειών που αρνούνταν να μετανιώσουν. Και γιατί να μετανιώσουν; Μέσα της έλπιζε να μη νιώθουν ούτε μετάνοια, ούτε πικρία, ούτε τίποτε. Και να μαζεύονται εκεί, κάτω από τα κάδρα των εκτελεσμένων, όπως οι άλλοι παππούδες κάθονται στα καφενεία κάτω από χάρτες της Ελλάδας και ημερολόγια αθλητικών συλλόγων της γειτονιάς. Μια στάλα γραφικοί, λίγο πεισματάρηδες, παππούδες τελοσπάντων. Μικρές συντάξεις, γκρι παντελόνια, να μετράνε τις αποδημίες φίλων, γειτόνων και συμμαθητών.
Ήταν έτοιμη να σηκωθεί. Το πρόσχημα της επίσκεψης δε βάσταγε άλλο. Χώρια που ένιωθε λίγο παρείσακτη, σαν κάτι να είχε διακόψει η είσοδός της. Έμοιαζε με διαμαρτία της κανονικής ροής του χρόνου , σ' εκείνο το νοικιασμένο μαγαζάκι όπου κατοικούσαν αναμνήσεις και αυτονόητες σταθερές . Τότε ο πρόεδρος άρχισε να παινεύει την οικογένεια. Το βαρύ το τίμημα, η πίστη, το καθήκον. Δεν κρατήθηκε άλλο. Άγαρμπα κομμάτι, το ξεφούρνισε:
- Δεν ξέρω σχεδόν τίποτε γι αυτά... Για τον μπάρμπα μου... κι έδειξε με το πηγούνι τον απέναντι τοίχο.
Απόρησαν. Τους εξήγησε.
- Δε μιλούσε πολύ ο πατέρας. Δεν το άντεχε. Μήπως... εσείς;
Πρώτη φορά δεν ήταν που προσπαθούσε να μάθει τι είχε γίνει τότε. Κι άλλοτε είχε ρωτήσει, συγκαιρινούς και συντρόφους, της ίδιας ομάδας. Στόματα κλειστά, υπεκφυγές, δικαιολογίες Το ίδιο ξανά. Οι παππούδες ανακάθισαν πιο κουμπωτά στις καρέκλες. Καναδυo βλέμματα ή έτσι της φάνηκε; Στο τέλος, αυτός που καθόταν δίπλα της, ανοίχτηκε λίγο:
-Ήταν ο θείος σου στην ΟΠΛΑ; Σε ποια ομάδα;
- Στην Άνω Πόλη έμεναν, στο Καφέ Κουλέ.
-Α, εγώ ήμουν στο Διοικητήριο...
Παράξενη αίσθηση. Ο θαλερός, τακτοποιημένος γέροντας, το καθαρό φτηνό πουκάμισο, το γλυκό χαμόγελο... Αυτός ήταν κάποτε αντάρτης πόλης; Έτσι γράφτηκε η ιστορία; Κι αυτή που νόμιζε...
Κάποιος άλλος ξερόβηξε. Ελαφριά αμηχανία.
- Ξέρεις κορίτσι μου... Οι συνθήκες τότε... Η συνωμοτικότητα.. Τρεις είχε κάθε ομάδα, κι άλλους δε γνώριζαν. Άμα χάθηκαν αυτοί, είναι δύσκολο να μάθεις.
Η ίδια δικαιολογία , πάντα. Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους:
- Πόσος κόσμος ήταν τότε... Πάνε όλοι, θυμάστε βρε παιδιά, τον τάδε και τον τάδε, τότε που ρίξανε τη χειροβομβίδα στο καφενείο; Εκεί, στη γωνία Μητροπόλεως. Αλλά χτύπησε η άτιμη στο στύλο της ΔΕΗ, μεταλλικοί ήταν τότε, θυμάστε, και γλύτωσε το κάθαρμα ο ταγματάρχης τάδε...
Σηκώθηκε. Δεν ήταν για την ίδια αυτά. Ήταν δικά τους. Αυτή θα κρατούσε την εντύπωση όσων μαθαίνουν την ιστορία από δεύτερο χέρι και δυσκολεύονται να φανταστούν τα χρώματα του κόσμου πριν τα έγχρωμα φιλμ. Ή σαν αυτούς που ξινίζονται όταν μαθαίνουν πως τα αρχαία αγάλματα δεν ήταν πάλλευκα, μα παρδαλά, εξωφρενικά παρδαλά.
Καληνύχτισε. Η πόρτα που έκλεισε πίσω της μπορεί και να τακτοποίησε την κανονικότητα του χρόνου στο μικρό ισόγειο. Ή , πιο απλά, να την απομόνωσε από κανένα :
- Τι θέλει και σκαλίζει τώρα αυτή...
Είχε κόσμο μέσα. Έσπρωξε και μπήκε. Στενό, μικρό μαγαζάκι, το αφόρητο κάψιμο αρχαίας ηλεκτρικής θερμάστρας στην είσοδο. Οι μαζεμένοι φρόντιζαν να κάθονται στο βάθος, λίγες καρέκλες γύρω από ένα γραφείο και λευκά κεφάλια. Χαμογέλασε στην απορία τους και συστήθηκε.
Την θυμήθηκαν. Την καλοδέχτηκαν. Στους τοίχους φωτογραφίες. Ο Άρης στην κλασική πόζα, καθιστός με στολή, κορνιζαρισμένα αποκόμματα εφημερίδων, αφίσες. Κι απέναντί της, έτσι όπως την έβαλαν να καθίσει, η φωτογραφία του συνονόματου, όνομα κι επίθετο ίδια, οι καταλήξεις να διαφέρουν. Η ίδια και στο σαλόνι του πατρικού, η μάνα ακόμη αλλάζει το νερό στο βάζο εκεί μπροστά κάθε πρωί.
Με δυο λόγια το σκοπό της επίσκεψης τον είπε. Άλλον από εκείνον που είχε στο μυαλό της. Και απέφευγε να κοιτάει τον τοίχο απέναντι. Ο γιος της, τώρα που ζύγωνε να αντροπατήσει... Το ίδιο μακρύ, αδύνατο πρόσωπο, το σκούρο βλέμμα. Ο άλλος κοίταζε από την κορνίζα του, με την πυρέσσουσα ματιά του καιρού που τον έστησε στον τοίχο του Επταπυργίου. Πότε ήταν; Στον εμφύλιο βέβαια, αλλά πότε; Καταραμένη μνήμη, ο πατέρας κάποτε τα έλεγε, έπρεπε να τα είχε συγκρατήσει τότε...
Ήταν ευγενικοί και λίγο ξαφνιασμένοι μαζί της. Εκτός από τη μυρουδιά της ιστορίας έπιανε και τη μυρουδιά των γηρατειών που αρνούνταν να μετανιώσουν. Και γιατί να μετανιώσουν; Μέσα της έλπιζε να μη νιώθουν ούτε μετάνοια, ούτε πικρία, ούτε τίποτε. Και να μαζεύονται εκεί, κάτω από τα κάδρα των εκτελεσμένων, όπως οι άλλοι παππούδες κάθονται στα καφενεία κάτω από χάρτες της Ελλάδας και ημερολόγια αθλητικών συλλόγων της γειτονιάς. Μια στάλα γραφικοί, λίγο πεισματάρηδες, παππούδες τελοσπάντων. Μικρές συντάξεις, γκρι παντελόνια, να μετράνε τις αποδημίες φίλων, γειτόνων και συμμαθητών.
Ήταν έτοιμη να σηκωθεί. Το πρόσχημα της επίσκεψης δε βάσταγε άλλο. Χώρια που ένιωθε λίγο παρείσακτη, σαν κάτι να είχε διακόψει η είσοδός της. Έμοιαζε με διαμαρτία της κανονικής ροής του χρόνου , σ' εκείνο το νοικιασμένο μαγαζάκι όπου κατοικούσαν αναμνήσεις και αυτονόητες σταθερές . Τότε ο πρόεδρος άρχισε να παινεύει την οικογένεια. Το βαρύ το τίμημα, η πίστη, το καθήκον. Δεν κρατήθηκε άλλο. Άγαρμπα κομμάτι, το ξεφούρνισε:
- Δεν ξέρω σχεδόν τίποτε γι αυτά... Για τον μπάρμπα μου... κι έδειξε με το πηγούνι τον απέναντι τοίχο.
Απόρησαν. Τους εξήγησε.
- Δε μιλούσε πολύ ο πατέρας. Δεν το άντεχε. Μήπως... εσείς;
Πρώτη φορά δεν ήταν που προσπαθούσε να μάθει τι είχε γίνει τότε. Κι άλλοτε είχε ρωτήσει, συγκαιρινούς και συντρόφους, της ίδιας ομάδας. Στόματα κλειστά, υπεκφυγές, δικαιολογίες Το ίδιο ξανά. Οι παππούδες ανακάθισαν πιο κουμπωτά στις καρέκλες. Καναδυo βλέμματα ή έτσι της φάνηκε; Στο τέλος, αυτός που καθόταν δίπλα της, ανοίχτηκε λίγο:
-Ήταν ο θείος σου στην ΟΠΛΑ; Σε ποια ομάδα;
- Στην Άνω Πόλη έμεναν, στο Καφέ Κουλέ.
-Α, εγώ ήμουν στο Διοικητήριο...
Παράξενη αίσθηση. Ο θαλερός, τακτοποιημένος γέροντας, το καθαρό φτηνό πουκάμισο, το γλυκό χαμόγελο... Αυτός ήταν κάποτε αντάρτης πόλης; Έτσι γράφτηκε η ιστορία; Κι αυτή που νόμιζε...
Κάποιος άλλος ξερόβηξε. Ελαφριά αμηχανία.
- Ξέρεις κορίτσι μου... Οι συνθήκες τότε... Η συνωμοτικότητα.. Τρεις είχε κάθε ομάδα, κι άλλους δε γνώριζαν. Άμα χάθηκαν αυτοί, είναι δύσκολο να μάθεις.
Η ίδια δικαιολογία , πάντα. Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους:
- Πόσος κόσμος ήταν τότε... Πάνε όλοι, θυμάστε βρε παιδιά, τον τάδε και τον τάδε, τότε που ρίξανε τη χειροβομβίδα στο καφενείο; Εκεί, στη γωνία Μητροπόλεως. Αλλά χτύπησε η άτιμη στο στύλο της ΔΕΗ, μεταλλικοί ήταν τότε, θυμάστε, και γλύτωσε το κάθαρμα ο ταγματάρχης τάδε...
Σηκώθηκε. Δεν ήταν για την ίδια αυτά. Ήταν δικά τους. Αυτή θα κρατούσε την εντύπωση όσων μαθαίνουν την ιστορία από δεύτερο χέρι και δυσκολεύονται να φανταστούν τα χρώματα του κόσμου πριν τα έγχρωμα φιλμ. Ή σαν αυτούς που ξινίζονται όταν μαθαίνουν πως τα αρχαία αγάλματα δεν ήταν πάλλευκα, μα παρδαλά, εξωφρενικά παρδαλά.
Καληνύχτισε. Η πόρτα που έκλεισε πίσω της μπορεί και να τακτοποίησε την κανονικότητα του χρόνου στο μικρό ισόγειο. Ή , πιο απλά, να την απομόνωσε από κανένα :
- Τι θέλει και σκαλίζει τώρα αυτή...
Διακόσια μέτρα παρακάτω, στην πατρική Πλάτωνος, η γειτονιά είχε μαζευτεί γιατί η αστυνομία έβγαζε, νεκρή από μέρες, τη γερόντισσα που έμενε μόνη της και κατέβαζε από το μπαλκόνι του διατηρητέου το καλαθάκι για να της βάλει ψωμί η φουρνάρισσα. Τα ίχνη από τα βλήματα του εμφυλίου ακόμη στους τοίχους, μόνο για όσους ήξεραν που να κοιτάξουν. Στο πάρκο της Αχειροποιήτου το Μετρό είχε ήδη σηκώσει αλουμινένια παραπετάσματα και φοβέριζε ότι "έπιασε δουλειά στη Θεσσαλονίκη".