Ή αλλιώς οι δυο Βασίληδες. Έζησαν ταυτόχρονα για επτά, σχεδόν, χρόνια. Ο ένας, ο μικρότερος ,ονομάστηκε από τον άλλο, τον μεγαλύτερο.
Ο μεγάλος με φώναζε "αγόρι μου", ακόμη κι όταν είχα την κοιλιά ίσαμε το στόμα. Ο μικρός πάλι, μια ματιά μου χάριζε μόνο, φευγαλέα, και μετά απέστρεφε το βλέμμα. Ήταν ξανθός και κατάλευκος στην ισόβια αθώτητά του και με έκανε να σκεφτώ ότι αν υπάρχουν άγγελοι κάπως έτσι θα πρέπει να είναι. Ο άλλος ήταν πολυκαιρισμένος και σοφός, μελανός και φωτεινός, όπως όλοι οι θνητοί που προλαβαίνουν να δοκιμάσουν τη ζωή.
Ο μικρός μιλούσε με το γέλιο και το κλάμα. Αξιώθηκε πολύ αγάπη και φροντίδα και πόνο. Η μάνα του πολλά χάδια και ξενύχτια του χαρίτωσε και πολλά τραγούδια. Το στερνό του το είπε πάνω από το άσπρο κιβουράκι που πήγα και παρήγγειλα στον εργολάβο με στεγνά τα μάτια και την ψυχή μου. Το τελευταίο βλέμμα που μου έδωσε είχε ένα δάκρυ πάνω από τη μάσκα με το οξυγόνο.
Ο μεγάλος ήταν η Ιστορία από μόνος του. Πλάτανο τον φώναζαν οι συναγωνιστές, οι ίδιοι που στάθηκαν πρωινή τιμητική φρουρά στα μάρμαρα της Αχειροποίητος, αμίλητοι μέσα στην επίγνωσή τους. Λίγες μέρες πιο μπροστά στην νοικιασμένη τηλεόραση του Ιπποκράτειου του είχα δείξει το φευγιό του Χαρίλαου. Ήταν τότε που, σε μια στιγμή διαύγειας ,μου ζήτησε για τελευταία φορά το φύλλο του Ριζοσπάστη. Στο γάμο μου είχε φορέσει σκούρο μπλε ακριβό κοστούμι, όπως είχε δει τον καπετάν Γιώτη να φορά το ίδιο καλοκαίρι, σαν ανέβαινε τα σκαλιά του προεδρικού για να πάρει εντολή κυβέρνησης. Του το είχα έτοιμο αυτό το κοστούμι. Με πουκάμισο καινούργιο περίμενε στη ντουλάπα και με αλλαξιά και παντόφλες δερμάτινες, όπως είναι η συνήθεια.
Ο μικρός πήγε πρώτος. Πήρα ταξί και τράβηξα στο πατρικό μου, να το πω. Ο ταξιτζής ήταν χαρούμενος και φλύαρος. Συνάντησα το μεγάλο πάνω στη διάβαση της Εγνατίας. Κοίταξε τα μαύρα μου και είπε μόνο:
-Πάει; μα δεν ήταν ερώτηση.
Έσκυψα το κεφάλι αμίλητη και του πήρα από το χέρι τα σακούλια με τα ψώνια από το Καπάνι. Ήταν 29 Μαΐου. Οι σαράντα του μικρού έπεσαν την ίδια μέρα με τα γενέθλιά του.
Ο μεγάλος με φώναζε "αγόρι μου", ακόμη κι όταν είχα την κοιλιά ίσαμε το στόμα. Ο μικρός πάλι, μια ματιά μου χάριζε μόνο, φευγαλέα, και μετά απέστρεφε το βλέμμα. Ήταν ξανθός και κατάλευκος στην ισόβια αθώτητά του και με έκανε να σκεφτώ ότι αν υπάρχουν άγγελοι κάπως έτσι θα πρέπει να είναι. Ο άλλος ήταν πολυκαιρισμένος και σοφός, μελανός και φωτεινός, όπως όλοι οι θνητοί που προλαβαίνουν να δοκιμάσουν τη ζωή.
Ο μικρός μιλούσε με το γέλιο και το κλάμα. Αξιώθηκε πολύ αγάπη και φροντίδα και πόνο. Η μάνα του πολλά χάδια και ξενύχτια του χαρίτωσε και πολλά τραγούδια. Το στερνό του το είπε πάνω από το άσπρο κιβουράκι που πήγα και παρήγγειλα στον εργολάβο με στεγνά τα μάτια και την ψυχή μου. Το τελευταίο βλέμμα που μου έδωσε είχε ένα δάκρυ πάνω από τη μάσκα με το οξυγόνο.
Ο μεγάλος ήταν η Ιστορία από μόνος του. Πλάτανο τον φώναζαν οι συναγωνιστές, οι ίδιοι που στάθηκαν πρωινή τιμητική φρουρά στα μάρμαρα της Αχειροποίητος, αμίλητοι μέσα στην επίγνωσή τους. Λίγες μέρες πιο μπροστά στην νοικιασμένη τηλεόραση του Ιπποκράτειου του είχα δείξει το φευγιό του Χαρίλαου. Ήταν τότε που, σε μια στιγμή διαύγειας ,μου ζήτησε για τελευταία φορά το φύλλο του Ριζοσπάστη. Στο γάμο μου είχε φορέσει σκούρο μπλε ακριβό κοστούμι, όπως είχε δει τον καπετάν Γιώτη να φορά το ίδιο καλοκαίρι, σαν ανέβαινε τα σκαλιά του προεδρικού για να πάρει εντολή κυβέρνησης. Του το είχα έτοιμο αυτό το κοστούμι. Με πουκάμισο καινούργιο περίμενε στη ντουλάπα και με αλλαξιά και παντόφλες δερμάτινες, όπως είναι η συνήθεια.
Ο μικρός πήγε πρώτος. Πήρα ταξί και τράβηξα στο πατρικό μου, να το πω. Ο ταξιτζής ήταν χαρούμενος και φλύαρος. Συνάντησα το μεγάλο πάνω στη διάβαση της Εγνατίας. Κοίταξε τα μαύρα μου και είπε μόνο:
-Πάει; μα δεν ήταν ερώτηση.
Έσκυψα το κεφάλι αμίλητη και του πήρα από το χέρι τα σακούλια με τα ψώνια από το Καπάνι. Ήταν 29 Μαΐου. Οι σαράντα του μικρού έπεσαν την ίδια μέρα με τα γενέθλιά του.
Τρία χρόνια και τρεις μέρες μετά ήταν που το σκούρο μπλε βγήκε από τη ντουλάπα. Οι δυο Βασίληδες γίναν ένα. Με το χρόνο, τη σκόνη του σύμπαντος και το στάρι που από τότε μοιράζονται στο ίδιο γυάλινο μπωλ. Οι δυο Βασίληδες, ο πατέρας μου και ο ανηψιός μου.