Πριν καμιά εικοσαριά χρόνια που ήρθαμε και κατοικήσαμε στο σπίτι μας, η γειτονιά αποτελούσε τις εσχατιές της πόλης. Ένα απομονωμένο "νησί" , με χωράφια γύρω γύρω που τη χώριζαν από την υπόλοιπη Καλαμαριά.
Στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας υπήρχε ένα τέτοιο τεράστιο χωράφι, άσπαρτο και ακαλλιέργητο. Ένα κοπάδι πρόβατα περνούσε δυο φορές την ημέρα, κανονικά, με τον τσομπάνο και το σκύλο. Συχνά πυκνά τα παιδιά από τον Ιππικό σύλλογο έβγαζαν τα άλογα χαλαρό περίπατο και μετά έβλεπες τα σημάδια από τα πέταλα στο χώμα.Τα γειτονόπουλα είχαν βεβαίως και το απαραίτητο αυτοσχέδιο γήπεδο, κλασικό αλανιάρικο, με τα νοητά γκολ ποστ και τη φωνή της μάνας από το μπαλκόνι. Μερικά δέντρα που φύτρωσαν μόνα τους,μπάζα, μονοπάτια ανάμεσα στα χορτάρια, κάμποσα σκουπίδια,φίδια και αρουραίοι, όχι δεν ήταν ένα ειδυλλιακό τοπίο. Ωστόσο ήταν ένα κομμάτι γης όπου έβλεπες τη φύση να κάνει τη δουλειά της, ήσυχα και σιωπηλά. Ζούσες τη διαδοχή του χρόνου, τη συνήθιζες, την περίμενες, την αγαπούσες. Την άνοιξη όλες οι ασχήμιες σκεπάζονταν από μια ευφρόσυνη πρασινάδα που μετά γινόταν κατακόκκινη και αισχυντηλή. Λίγο πιο κάτω, μέσα από πεύκα εκατόχρονα, ακούγαμε τα καλοκαιρινά βράδια αηδόνια. Ναι.
Όλα τα σπίτια του δρόμου "αυλίζονταν" στο χωράφι, κι ας μην είχαν έξοδο σ' αυτό. Σήμερα θα λέγαμε ότι το χωράφι ήταν ένα state of mind, μια συμβολική απεικόνιση ενός παραδείσου ουδέποτε αποκτηθέντος. Ο γιος μου, μικρούλης, το αποκαλούσε "το χωραφάκι μας" και εγώ προσπαθούσα να τον πείσω ότι δικό μας δεν ήταν. Ο αστικός μύθος της περιοχής έλεγε ότι αρχικός νοικοκύρης του μέρους ήταν ένας μπαρμπούλης αλογάς, τζαμπάζης δηλαδή, που φρόντισε προτού συχωρεθεί να μοιράσει το χωράφι που στάβλιζε τα αλογομούλαρά του σε πολλά μικρά μερτικά, θηλυκού γένους.Αυτή ήταν και η ενδόμυχη ελπίδα μου. Νοερά ευγνωμονούσα τη θρυλούμενη γαλαντομία του ζωέμπορα που φαινόταν να αναβάλλει ολοένα και συνεχώς την οικοδόμηση του χωραφιού.
Στο μεταξύ τα παιδιά μεγάλωναν, άλλα έπαιρναν τη θέση τους στο χωμάτινο γήπεδο, όπως επίσης τα σκουπίδια και τα μπάζα. Το κοπάδι κάποτε χάθηκε, ο Ιππικός μεταφέρθηκε, σώπασαν και τα αηδόνια. Πάει και η θάλασσα που φαίνονταν, πάνε και τα ολόφωτα καράβια που γλιστρούσαν τα βράδια στις ταράτσες των μπροστινών σπιτιών. Η Καλαμαριά μεγάλωνε κι αυτή, με την κακοήθεια ενός μελανώματος.
Μετρούσα τις εποχές. Ακόμη μια άνοιξη και το χωράφι στη θέση του. Να και φέτος, η μεγάλη, χαμηλή συκιά θα δέσει σύκα. Του χρόνου;
Πριν δυο χρόνια περίπου ήρθε και το "του χρόνου". Τουλάχιστον είχε τελειώσει η αναμονή .
Οι φαγάνες ανέλαβαν να μας δείξουν τα σπλάχνα της γης που βλέπαμε τόσα χρόνια. Από άκρη σε άκρη, σπιθαμή δεν έμεινε. Με κρυφή ελπίδα περίμενα να δω μήπως τίποτε προϊστορικοί Καλαμαριώτες είχαν προνοήσει να στήσουν και προς τα εδώ τα τσαρδάκια τους, αλλά μπα. Τελικώς μόνο επί των Εμβόλων, που λέει και ο Πετεφρής. Σε μας πενταόροφες με κούφια σωθικά, να στεγάσουμε και τα τριπλά αυτοκίνητα της κάθε φαμελιάς.
To make a long story sort, η ταμπέλα του εργολάβου έλεγε "Τζαμπάζης". Fair enough, σκέφτηκα. Από μουλαρά σε μουλαρά. Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί.
- Τα μάθατε; Ένα πράγμα σαν το LIDL θα ανοίξει στο καινούριο.
Και άνοιξε. Σήμερα.
Μετά από εξαντλητική δουλειά μηνών όπου, αν δε σε ένοιαζε η μνημειώδης αδιαφορία της πολυεθνικής για την τεράστια όχληση που προκάλεσαν οι εγκαταστάσεις της στη γειτονιά, θα μπορούσες να σπουδάσεις, χαζεύοντας, τη γερμανική μεθοδικότητα και την τελειομανία.
Μετά τις διαμαρτυρίες μας για τα τεράστια μπουριά που εξαερίζουν το υπόγειο πάρκινγκ και την απορία πώς επέτρεψαν τη λειτουργία τέτοιου μέρους σε κατοικημένη περιοχή.
Μετά από μήνες εκπαίδευσης του προσωπικού που διαλέχτηκε με βάση, ανάμεσα σε άλλα, την ικανότητα της εργασίας σε ομάδα. Τους έβλεπα με τις στολές τους κάθε πρωί να καθαρίζουν τα καθαρά και να παριστάνουν τους πελάτες στα ταμεία. Τα στελεχά, αντιθέτως, όλοι ίδιοι, θύμιζαν Matrix. Μια κοψιά. Νέοι, ωραίοι, ψηλοί και λυγεροί με σκούρα κοστούμια. Τι διάλο, η Zerox τους γεννάει αυτούς; Άραγε για ποιον δουλεύουμε όταν στο σχολείο βάζουμε τα παιδιά στην ομαδοσυνεργατική...
Λοιπόν, habemus ALDI.
Σήμερα, οχτώ παρά δέκα το πρωί. Το καινούριο μαγαζί θα ανοίξει σε δέκα λεπτά. Οι άνθρωποι που βλέπετε περιμένουν έξω από τις κλειστές τζαμαρίες. Μερικοί "ζεσταίνουν τις μηχανές" στα καροτσάκια.
Μέχρι το βράδυ μια τεράστια παρέλαση είχε περάσει από τον καινούριο ναό παρηγοριάς της περιοχής μας. Νέοι, γέροι,χαρούμενες οικογένειες, πεζοί και εποχούμενοι, οι πάντες. Οι σεκιουριτάδες τραβούσαν τα μαλλιά τους και τους έστελναν κύματα- κύματα μέσα. Όσοι τελείωναν το σεβαστικό προσκύνημα στη γερμανική σαβούρα έβγαιναν με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο που δε μύριζε τίποτε, μια σακούλα πολλών χρήσεων με μαγνητάκι ψυγείου και κατευθύνονταν στη λευκή τέντα του πάρκινγκ για το απαραίτητο ντερλίκι. Εκεί στρώνονταν στα πεζούλια, που μέχρι χτες βάφανε ευτυχισμένοι Αλβανοί, με το πλαστικό πιάτο στα γόνατα και τσιμπούσαν εν μέσω εξατμίσεων και λιακάδας.
Κι η αφεντιά μου; Βλέπετε, μέσα στις εμμονές μου βρίσκεται και η πεποίθηση ότι οι καθημερινές μας πράξεις περιέχουν πολιτική. Έμεινα λοιπόν να αναρωτιέμαι τι έκανε όλους αυτούς τους ανθρώπους να αποκτήσουν τόσο ομοιόμορφη και προβλέψιμη συμπεριφορά. Ποιον τρόμο προσπάθησαν να διαχειριστούν; Ποια προσδοκία τους έφερε σωρηδόν και πειθαρχημένους στα ράφια με τα "μάρκα μ' έκαψες " καλούδια;
Όταν ήμουν μικρή και έβλεπα το Λογοθετίδη να φωνάζει το σκύλο τους "Φλοξ", "Φλοξάκι" νόμιζα ότι ήτανε ξένη λέξη. Μετά έμαθα ότι είναι η φλοξ, της φλογός και ότι κάποτε οι Έλληνες πεινάσανε πολύ και η Φλοξ κινδύνεψε να φαγωθεί.
Σήμερα δεν ξέρω τι αληθινά είναι η φτώχεια. Μια άρνηση ή μια κατάφαση; Και δε ζει και ο Λογοθετίδης, να ξυπνήσει από το όνειρο, να σιγουρευτούμε ότι δε φάγαμε τη Φλόγα, το Φλοξάκι.
Στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας υπήρχε ένα τέτοιο τεράστιο χωράφι, άσπαρτο και ακαλλιέργητο. Ένα κοπάδι πρόβατα περνούσε δυο φορές την ημέρα, κανονικά, με τον τσομπάνο και το σκύλο. Συχνά πυκνά τα παιδιά από τον Ιππικό σύλλογο έβγαζαν τα άλογα χαλαρό περίπατο και μετά έβλεπες τα σημάδια από τα πέταλα στο χώμα.Τα γειτονόπουλα είχαν βεβαίως και το απαραίτητο αυτοσχέδιο γήπεδο, κλασικό αλανιάρικο, με τα νοητά γκολ ποστ και τη φωνή της μάνας από το μπαλκόνι. Μερικά δέντρα που φύτρωσαν μόνα τους,μπάζα, μονοπάτια ανάμεσα στα χορτάρια, κάμποσα σκουπίδια,φίδια και αρουραίοι, όχι δεν ήταν ένα ειδυλλιακό τοπίο. Ωστόσο ήταν ένα κομμάτι γης όπου έβλεπες τη φύση να κάνει τη δουλειά της, ήσυχα και σιωπηλά. Ζούσες τη διαδοχή του χρόνου, τη συνήθιζες, την περίμενες, την αγαπούσες. Την άνοιξη όλες οι ασχήμιες σκεπάζονταν από μια ευφρόσυνη πρασινάδα που μετά γινόταν κατακόκκινη και αισχυντηλή. Λίγο πιο κάτω, μέσα από πεύκα εκατόχρονα, ακούγαμε τα καλοκαιρινά βράδια αηδόνια. Ναι.
Όλα τα σπίτια του δρόμου "αυλίζονταν" στο χωράφι, κι ας μην είχαν έξοδο σ' αυτό. Σήμερα θα λέγαμε ότι το χωράφι ήταν ένα state of mind, μια συμβολική απεικόνιση ενός παραδείσου ουδέποτε αποκτηθέντος. Ο γιος μου, μικρούλης, το αποκαλούσε "το χωραφάκι μας" και εγώ προσπαθούσα να τον πείσω ότι δικό μας δεν ήταν. Ο αστικός μύθος της περιοχής έλεγε ότι αρχικός νοικοκύρης του μέρους ήταν ένας μπαρμπούλης αλογάς, τζαμπάζης δηλαδή, που φρόντισε προτού συχωρεθεί να μοιράσει το χωράφι που στάβλιζε τα αλογομούλαρά του σε πολλά μικρά μερτικά, θηλυκού γένους.Αυτή ήταν και η ενδόμυχη ελπίδα μου. Νοερά ευγνωμονούσα τη θρυλούμενη γαλαντομία του ζωέμπορα που φαινόταν να αναβάλλει ολοένα και συνεχώς την οικοδόμηση του χωραφιού.
Στο μεταξύ τα παιδιά μεγάλωναν, άλλα έπαιρναν τη θέση τους στο χωμάτινο γήπεδο, όπως επίσης τα σκουπίδια και τα μπάζα. Το κοπάδι κάποτε χάθηκε, ο Ιππικός μεταφέρθηκε, σώπασαν και τα αηδόνια. Πάει και η θάλασσα που φαίνονταν, πάνε και τα ολόφωτα καράβια που γλιστρούσαν τα βράδια στις ταράτσες των μπροστινών σπιτιών. Η Καλαμαριά μεγάλωνε κι αυτή, με την κακοήθεια ενός μελανώματος.
Μετρούσα τις εποχές. Ακόμη μια άνοιξη και το χωράφι στη θέση του. Να και φέτος, η μεγάλη, χαμηλή συκιά θα δέσει σύκα. Του χρόνου;
Πριν δυο χρόνια περίπου ήρθε και το "του χρόνου". Τουλάχιστον είχε τελειώσει η αναμονή .
Οι φαγάνες ανέλαβαν να μας δείξουν τα σπλάχνα της γης που βλέπαμε τόσα χρόνια. Από άκρη σε άκρη, σπιθαμή δεν έμεινε. Με κρυφή ελπίδα περίμενα να δω μήπως τίποτε προϊστορικοί Καλαμαριώτες είχαν προνοήσει να στήσουν και προς τα εδώ τα τσαρδάκια τους, αλλά μπα. Τελικώς μόνο επί των Εμβόλων, που λέει και ο Πετεφρής. Σε μας πενταόροφες με κούφια σωθικά, να στεγάσουμε και τα τριπλά αυτοκίνητα της κάθε φαμελιάς.
To make a long story sort, η ταμπέλα του εργολάβου έλεγε "Τζαμπάζης". Fair enough, σκέφτηκα. Από μουλαρά σε μουλαρά. Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί.
- Τα μάθατε; Ένα πράγμα σαν το LIDL θα ανοίξει στο καινούριο.
Και άνοιξε. Σήμερα.
Μετά από εξαντλητική δουλειά μηνών όπου, αν δε σε ένοιαζε η μνημειώδης αδιαφορία της πολυεθνικής για την τεράστια όχληση που προκάλεσαν οι εγκαταστάσεις της στη γειτονιά, θα μπορούσες να σπουδάσεις, χαζεύοντας, τη γερμανική μεθοδικότητα και την τελειομανία.
Μετά τις διαμαρτυρίες μας για τα τεράστια μπουριά που εξαερίζουν το υπόγειο πάρκινγκ και την απορία πώς επέτρεψαν τη λειτουργία τέτοιου μέρους σε κατοικημένη περιοχή.
Μετά από μήνες εκπαίδευσης του προσωπικού που διαλέχτηκε με βάση, ανάμεσα σε άλλα, την ικανότητα της εργασίας σε ομάδα. Τους έβλεπα με τις στολές τους κάθε πρωί να καθαρίζουν τα καθαρά και να παριστάνουν τους πελάτες στα ταμεία. Τα στελεχά, αντιθέτως, όλοι ίδιοι, θύμιζαν Matrix. Μια κοψιά. Νέοι, ωραίοι, ψηλοί και λυγεροί με σκούρα κοστούμια. Τι διάλο, η Zerox τους γεννάει αυτούς; Άραγε για ποιον δουλεύουμε όταν στο σχολείο βάζουμε τα παιδιά στην ομαδοσυνεργατική...
Λοιπόν, habemus ALDI.
Σήμερα, οχτώ παρά δέκα το πρωί. Το καινούριο μαγαζί θα ανοίξει σε δέκα λεπτά. Οι άνθρωποι που βλέπετε περιμένουν έξω από τις κλειστές τζαμαρίες. Μερικοί "ζεσταίνουν τις μηχανές" στα καροτσάκια.
Μέχρι το βράδυ μια τεράστια παρέλαση είχε περάσει από τον καινούριο ναό παρηγοριάς της περιοχής μας. Νέοι, γέροι,χαρούμενες οικογένειες, πεζοί και εποχούμενοι, οι πάντες. Οι σεκιουριτάδες τραβούσαν τα μαλλιά τους και τους έστελναν κύματα- κύματα μέσα. Όσοι τελείωναν το σεβαστικό προσκύνημα στη γερμανική σαβούρα έβγαιναν με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο που δε μύριζε τίποτε, μια σακούλα πολλών χρήσεων με μαγνητάκι ψυγείου και κατευθύνονταν στη λευκή τέντα του πάρκινγκ για το απαραίτητο ντερλίκι. Εκεί στρώνονταν στα πεζούλια, που μέχρι χτες βάφανε ευτυχισμένοι Αλβανοί, με το πλαστικό πιάτο στα γόνατα και τσιμπούσαν εν μέσω εξατμίσεων και λιακάδας.
Κι η αφεντιά μου; Βλέπετε, μέσα στις εμμονές μου βρίσκεται και η πεποίθηση ότι οι καθημερινές μας πράξεις περιέχουν πολιτική. Έμεινα λοιπόν να αναρωτιέμαι τι έκανε όλους αυτούς τους ανθρώπους να αποκτήσουν τόσο ομοιόμορφη και προβλέψιμη συμπεριφορά. Ποιον τρόμο προσπάθησαν να διαχειριστούν; Ποια προσδοκία τους έφερε σωρηδόν και πειθαρχημένους στα ράφια με τα "μάρκα μ' έκαψες " καλούδια;
Όταν ήμουν μικρή και έβλεπα το Λογοθετίδη να φωνάζει το σκύλο τους "Φλοξ", "Φλοξάκι" νόμιζα ότι ήτανε ξένη λέξη. Μετά έμαθα ότι είναι η φλοξ, της φλογός και ότι κάποτε οι Έλληνες πεινάσανε πολύ και η Φλοξ κινδύνεψε να φαγωθεί.
Σήμερα δεν ξέρω τι αληθινά είναι η φτώχεια. Μια άρνηση ή μια κατάφαση; Και δε ζει και ο Λογοθετίδης, να ξυπνήσει από το όνειρο, να σιγουρευτούμε ότι δε φάγαμε τη Φλόγα, το Φλοξάκι.
10 σχόλια:
Να αλλαξετε την ταμπέλα απο "οταν δεν πλέκω" σε "οταν καλύτερα να έπλεκα"
:))))))))))))))
Εγω ζω στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, αλλά απ'ό,τι βλέπω παντού το ίδιο συμβαίνει.Οι Γερμανοί έρχονται και ξανάρχονται...
"Ζούσες τη διαδοχή του χρόνου, τη συνήθιζες, την περίμενες, την αγαπούσες. Την άνοιξη όλες οι ασχήμιες σκεπάζονταν από μια ευφρόσυνη πρασινάδα που μετά γινόταν κατακόκκινη και αισχυντηλή. Λίγο πιο κάτω, μέσα από πεύκα εκατόχρονα, ακούγαμε τα καλοκαιρινά βράδια αηδόνια."
..πραγματικά φαντάζομαι (γιατί δεν το έχω ζήσει) θα πρέπει η ζωή έτσι να ήταν.. Δίπλα σε αυτά που περιγράφεις..Νομίζω πως έτσι προσεγγίζεις ευκολότερα την ευτυχία, και σαν η φύση του ανθρώπου να βρίσκει την γαλήνη στη φύση του σύμπαντος..
Τελοσπαντων, δυστυχώς δεν θα αφήσουν χωραφάκι ανεκμετάλλευτο. Δε ξέρω τι θα παρουν οι επομενες γενεες στα χερια τους..
Μαλλον ενα απεραντο τσιμεντο.
ΚΡΙΜΑ :(
Sobraluz?
Μη με λεγεις τωρα τετοια για την Φλόξ και ανατριχιαζω πρωι πρωι!
πααα! λες να την τρωμε καθημερινα και να μην το ξερουμε?
Καλα κανουμε εδω δηλαδη που τρωμε μονο απο το χωριο ε?Τουλαχιστον τουτοι δω τα θέλουν τα ζωντανα τους για το κυνηγι...χαχαχα!!!
Βρε τι παθαμε ...
φιλια
Να σας πω συγχαρητήρια για το ποστ. Το διάβασα ανήμερα της γιορτής του Πολυτεχνείου και ήταν το καλύτερο σχόλιο για την ημέρα.
Καθώς μαζί με την γη μεταλλαχθήκαμε και μεις. Η "άναρχη" γη δεν μας έκανε πιά και σε αυτή τοποθετήσαμε την δική μας αρχή τσιμέντο και κουτιά. Κι αφού γυμνώσαμε την γη από το ΄"άναρχο" βγήκαμε και μεις στο μεϊντάνι της αναζήτησης του εαυτού μας. Δεν ψάξαμε πολύ, βρήκαμε την απάντηση στις διαφημίσεις. Shopping therapy.Είμαστε άρρωστοι και θεραπευόμαστε ψωνίζοντας. Από τι είμαστε άρρωστοι; Από το γεγονός οτι δεν είμαστε. Και πως θεραπευόμαστε από το να αποκτούμε πράγματα. Δεν προσδιορίζουμε τον εαυτό μας με το είναι αλλά με αυτό που έχουμε. Αλλά αυτό μεταβάλλεται και δεν φτάνει ποτέ. Δεν πειράζει τότε κι εμείς αγοράζουμε κάτι άλλο.
Μια φορά ήταν ένας ζητιάνος κι ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς έχασε το δαχτυλίδι του πατέρα του και ο ζητιάνος του το πήγε. Ο βασιλιάς θέλησε να τον ευχαριστήσει. Τον ρώτησε τι θέλει και ο ζητιάνος βγάζει το καπέλλο του και του ζητάει να το γεμίσει νομίσματα. "Αυτό ειναι πολύ απλό λέει ο βασιλιάς." Και αρχίζει να του γεμίζει το καπέλο. Αφού άδειασε τις τσέπες του τότε ζήτησε από τους εργάτες να φέρουν χρήματα από το θησαυροφυλάκιο. Οσα έφερνα τόσα εξαφανίζονταν μέσα στο καπέλο. Τον ρωτάει, λοιπόν, "από τι είναι φτιαγμένο αυτό το καπέλο;" κι απαντάει ο ζητιάνος "απο ανθρώπινη επιθυμία βασιλιά μου"
Το αναφέρω αυτό γιατί 35 χρόνια μετά απο το "ψωμί, παιδεία, ελευθερία" είδαμε τι θέλαμε στην πραγματικότητα. Αντί για ψωμί χαβιάρι, αντί για παιδεία, χαβαλές και να βάζουμε τα παιδιά μας να είναι υποχρεωμένα στην αυτού θειοτάτη ανικανότητά μας γιατί ΕΜΕΙΣ πληρώνουμε τα φροντιστήρια. Οσο δεν για την ελευθερία την εκχωρήσαμε αυτοβούλως στις καφετζούδες, χαρτορίχτρες, αστρολόγους, στις τράπεζες και στις πιστωτικές.
Κάθε γωνιά και πολυκατάστημα....
@ νομάδα: Ψέματα;
@ δημιουργία: Και με το φως του ήλιου επανέρχονται, που λέει και η Ζατέλη.
@ καλλιτέχνιδα: Τσιμέντο να γίνει, δε βαριέσαι.
@ βαραλής: Έχετε δίκιο. Η αγορά θεραπεύει την ανυπαρξία.
@ φαραώνα: Τουλάχιστον δε βλέπετε αυτά που συμβαίνουν εδώ.
Δημοσίευση σχολίου