Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Εντροπία

`
Σήμερα το πρωί κηδεύτηκε από το Γρηγόρη τον Παλαμά η Αλίκη Τέλλογλου.
Τη γνώριζα όπως τη γνώριζαν οι Σαλονικιοί, χάρη στο ίχνος που άφησε στην πόλη. Θρυλική για την αντισυμβατικότητα και τη γενναιοδωρία της γυναίκα, κάποτε εκπάγλου καλλονής.


Αλίκη Τέλλογλου. Λάβδας Απόστολος, υδατογραφία σε χαρτί με μολύβι, 1969

Όταν την έβλεπα στο καφέ του Τελλόγλειου, κάτι χειμωνιάτικες Κυριακές που περίμενα τα παιδιά να τελειώσουν από το μάθημα στο Ίδρυμα, όλο και ήθελα να της μιλήσω. Να την ευχαριστήσω για την ευκαιρία που έδινε στα δικά μου και στα τόσα άλλα να δουν, να πιάσουν, να ζήσουν, να σκαρώσουν Τέχνη από κοντά, στα πιο απαλά τους χρόνια. Και ήταν ξετρελλαμένα τα δυό μου από τα εκείνα τα πρωινά της Κυριακής. Κατασκευές, ζωγραφική, δράμα, ρυθμός και βόλτες. Ατελείωτες βόλτες μέσα στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, ανάμεσα σε τρανές εκθέσεις.Πίνακες, χαρακτικά, ενδυμασίες, νομίσματα, γλυπτά, φωτογραφίες. Γίνηκαν για τα μικρά μου τόσο οικεία όσο και τα παιχνίδια του σπιτιού μας. Και στο τέλος του μαθήματος μια ζεστή, γλυκιά σοκολάτα στο καφέ και η κυρία Αλίκη σε διπλανό τραπεζάκι. Κατάξανθη ,σφιχτή, μακριά κοτσίδα, παράταιρο ντύσιμο και πανάκριβα μπιζού στα γέρικα χέρια. Αδιάφορη για το life style, χορτάτα λαμπερά μάτια.Τριγυρισμένη από νέους. Δεν τόλμησα ποτέ μου. Ηλίθια δειλία.
Είχα ακούσει ιστορίες για κείνη, ειπωμένες από αληθινούς Σαλονικιούς, τον πατέρα μου, τον παιδίατρό μας το Μάνιο, που τη γνώριζαν. Για την ομορφιά της, την ιδιορρυθμία της, τα πλούτη και τη λατρεία που της είχε αφιερώσει ο άντρας της.
Κάποτε την είχα παρακολουθήσει σε μια συνέντευξη όπου, καθισμένη στον καναπέ της, ιστορούσε γελώντας πώς έκρυβε ανάμεσα στα μαξιλάρια κομμάτια της συλλογής Τέλλογλου την περίοδο των σεισμών στη Θεσσαλονίκη. Και ήξερα πού ακριβώς βρίσκονταν αυτός ο καναπές. Στο πιο εμβληματικό σημείο της πόλης, στο ρετιρέ πάνω από το Ολύμπιον, στην καρδιά της Αριστοτέλους.
Εκεί που μας πήγαιναν οι γονείς μικρά, κάποια άλλα, μακρινά Κυριακάτικα πρωινά, να δούμε το παιδικό θέατρο της Μαίρης Σωίδου στη σκηνή του Ολύμπιον, με την οροφή που άνοιγε στα διαλείμματα και φαίνονταν ένα τετράγωνο γαλάζιου ουρανού.
Εκεί που λοξοκοιτούσα καμιά φορά, κατηφορίζοντας βιαστική και καμάρωνα το τεράστιο παράθυρο με την αρχοντική καμάρα. Εκεί, στο σπίτι της, αξιώθηκε να πεθάνει προχτές, με την πόλη αυτή στα πόδια της. Τέλος εποχής.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

Τρία ρουμπαγιάτ

`



Σήκω και δώσε μου κρασί. Τα λόγια είναι χαμένα.
Απόψε το χειλάκι σου θα 'ναι το παν για μένα.
Κι όσο για τα ταξίματα και για τα κρίματά μου,
τα βλέπω σαν τα κατσαρά μαλλιά σου μπερδεμένα.

Για 'κείνα που δεν έκανα και που 'χω καμωμένα,
αν έχω τη ζωή σωστά είτε στραβά παρμένα
αυτό θα 'ν' το μαράζι μου. Κρασί λοιπόν ! Ποιος ξέρει,
μη βγαίνει τούτ' η αναπνοή στερνή φορά από μένα;

Όταν θελήσει η μοίρα μου τον κόσμο αυτό ν' αφήσω
και κάθ' ελπίδα για ζωή απ' την καρδιά μου σβήσω,
μια κούπα από τη στάχτη μου να φτιάξετε συντρόφοι.
Σαν θα γεμίζει με κρασί, μπορεί να ξαναζήσω.


Για τη Φαραώνα και τον Πετεφρή.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Everybody cool. This is a robbery.

`

Αν ο Παπαδιαμάντης έλεγε Γύφτος και Γυφτοπούλα, έτσι, με κεφαλαίο, εμείς γιατί πρέπει να καταφεύγουμε σε ωραιοποιήσεις τύπου Τσιγγάνος ή Αθίγγανος; Ίσως η λέξη Ρομ και Ρομά να ευχαριστεί τους Γύφτους αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρη αν είναι κάτι που από τους ίδιους προέρχεται ή τους το "φόρεσαν" τίποτε πολιτικώς ορθά ακαδημαϊκά ξεφτέρια. Εξάλλου και κατά το Σκιαθίτη πάντα, δεν έχουμε δικαίωμα να λέμε μοδίστα και φλανέλα όταν ο λαός λέει μοδίστρα και φανέλα.
Πριν κανένα χρόνο ή δυο ίσως, στην καλή εκπομπή της ΕΤ 3 Άσπρο- Μαύρο ένας μαύρος καλεσμένος σηκώθηκε και έφυγε διαμαρτυρόμενος γιατί έπαιξαν τη Μισιρλού, το γνωστό τραγούδι που λέει για Αραπιά και Αραπίνες. Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου οι δυο δημοσιογράφοι, βρε δεν είναι ρατσιστική η αναφορά, τίποτε αυτός. Το βιολί του.
Κάποτε λέγαμε ανάπηρος και ήταν εντάξει. Τώρα γιατί πρέπει να λέμε άτομο με ειδικές ανάγκες και να το προσδιορίζουμε πάλι και συνεχώς σε σχέση με εμάς τους αρτιμελείς που έχουμε - υποτίθεται - γενικές ανάγκες; Αν ακούσετε δε πώς ορισμένοι αναφέρονται στα "ειδικά" παιδιά θα εμέσετε. Το αστείο είναι πως όλοι τούτοι με την πλαστική γλώσσα έχουν ένα κάρο αναπηρίες. Συναισθηματικές, ερωτικές, κοινωνικές και πάει λέγοντας. Όπως όλοι μας. Μόνο που δεν είναι εμφανείς.
Πόσες γυναίκες τολμούν να πουν ότι είναι χοντρές, ακόμη και όταν τα ρημάδια τα κιλά έχουν πλέον παραμορφώσει σώμα και ψυχή; Παχουλές, γεματούλες, αφράτες, μεγαλόσωμες ένα σωρό ευφημισμοί για να αποφύγουμε την ουσία του πράγματος. Το ψυγείο είναι για τις χαρές, είναι για τις λύπες, είναι για την πλήξη, είναι για το άγχος, είναι για τη μοναξιά, είναι για όλα. Η λέξη μας μάρανε.
Στην Αμερική , λέει, οι ομοφυλόφιλοι έκαναν αγώνα για να ξαναπάρουν πίσω τη λέξη "αδελφή". Σε μας ο έξοχος, και πια οριστικά απών, Ηλίας Πετρόπουλος έχει θησαυρίσει άπειρες λέξεις για την επίμαχη ερωτική προτίμηση. Καμιά δε ηχεί αρκετά ορθή για τα πολιτισμένα αυτάκια μας;
Πριν λίγα χρόνια, στη διάρκεια ενός μαθήματος που είχε να κάνει με την έμφυλη χρήση της γλώσσας, η συμπαθής καθηγήτρια αντικαθιστούσε επίμονα και εμφατικά την αντωνυμία ποιος ( ποιος θέλει να μιλήσει, ποιος θέλει να κάνει ερώτηση κλπ) με την έκφραση "ποιο άτομο". Γαμώτο συμφωνώ, ξέρω, καταλαβαίνω ότι ο άνθρωπος είναι αρσενικού γένους στη γραμματική γιατί ακόμη και αυτή χρησιμοποιήθηκε για να καταβάλλει τις γυναίκες και να τους μάθει ποια είναι η πραγματική τους θέση. Δε μ' αρέσει όμως να με αποκαλούν άτομο. Ίσως γιατί αισθάνομαι ότι είμαι πρόσωπο. Στο σχολειό δεν παραλείπω ποτέ να χρησιμοποιώ το ποιος-ποια ταυτόχρονα όταν μιλώ στα παιδιά. Και την ώρα των Μαθηματικών τα κορίτσια μου σπρώχνω να βγουν μπροστά, να λύσουν προβλήματα, να πουν τη γνώμη τους, να ακουστούν. Κανα δυό φορές το άκουσα το ποιος -ποια και από τα ίδια τα παιδιά. Και λοιπόν;
Για την πολιτική ορθότητα ο λόγος. Αφορμή μια συζήτηση που γίνεται στα ιστολόγια αυτές τις μέρες. Σχέσεις ηγεμονίας στη γλώσσα. Ναι, βεβαίως. Πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι όταν όλες οι ανθρώπινες σχέσεις περνούν από τη βάσανο της εξουσίας; Αν κάποτε οι καταφέρουν τα τρισέγγονά μας να αυτορυθμιστούν - στο κοινωνικό επίπεδο- και να καταργήσουν την ανάγκη των νταβατζήδων τότε ίσως και οι λέξεις να ανακτήσουν την αθωότητά τους. Αν ποτέ οι σχέσεις των ανθρώπων γίνουν αδιαμεσολάβητες ίσως και οι λέξεις απο-ενοχοποιηθούν. Μέχρι τότε:
-Ποιος και ποια με διαβάζει και δεν αφήνει σχόλιο; Δεν ξέρετε αγαπητοί και αγαπητές αναγνώστες και αναγνώστριες ότι ο/η καλός/ή μπλοκγεράς/ μπλογκερού είναι άτομο κατ' εξοχήν αυτοαναφορικό και ματαιόδοξο; Τι θέλετε; Αρχομένου του θέρους να με βρει καμιά κρίση ταυτότητας κατά τα μεταμοντέρνα ήθη και να ψάχνομαι;

Και ένα πάρθιο βέλος, για εκείνους που νομίζουν ότι ανακάλυψαν την Αμερική των ηθών και της προστασίας των παιδιών τους: Από τη μαρτυρία του συχωρεμένου του πατέρα μου ξέρω ότι οι παλιοί καραγκιοζοπαίχτες ήταν γνωστοί παιδόφιλοι. Αυτό για όσους εξωραΐζουν ένα παρελθόν που δε γνωρίζουν κατά βάση και ψειρίζουν το παρόν που μας ληστεύει όλους, έτσι κι αλλιώς.

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Τέσσερις στίχοι


Τη μέρα την αυριανή, φωνή καμιά δε σου την τάζει.
Γι αυτό φεγγάρι μου θνητό με την ψυχή σου γλέντα,
αδειάζοντας στη φωτοφεγγαριά. Μπορεί ένα μεσονύχτι
να ψάχνει το φεγγάρι να μας βρει και να 'μαστε φευγάτοι.

Ghiyās od-Dīn Abul-Fatah Omār ibn Ibrāhīm Khayyām Nishābūrī .
Δηλαδή Ομάρ Καγιάμ . Ρουμπαγιάτ. Περσία, 12ος αιώνας.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Am I blue?

`

"Πόλεμο στα παλάτια, ειρήνη στις καλύβες"
Με αυτό το μότο προσπαθώ να ησυχάσω μυαλό και σώμα αυτές τις μέρες που η δουλειά τελειώνει και αποσύρομαι στο σπίτι και την οικογένεια. Το στρες της φετινής χρονιάς συγκρίνεται μόνο με κείνο που ένιωθα πρωτοδιόριστη, στο μονοθέσιο.
Δεν το περιμένατε, ε; Κι όμως, κανείς δεν είναι τόσο οξύμαχος όσο δείχνει. Η καρδούλα μου το ξέρει τι αγωνία πέρασα μέχρι να βεβαιωθώ ότι τα παιδούδια θα μάθουν με το νέο τρόπο που έπρεπε να δείξω. Στερημένη από υλική υποδομή και τεχνικά μέσα στο νέο σχολείο, να βλέπω γύρωμου τα τέρατα και τα σημεία, να κλαίω και να γελάω. Ώρες -ώρες σκεφτόμουν ότι περνούσα ένα είδος deskilling . Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο της μείωσης των ικανοτήτων ενός εκπαιδευτικού όταν του στερούν την αυτονομία και τις πρωτοβουλίες.
Και τώρα;




Τώρα... Βαθύ γαλάζιο. Βυθίζομαι στον καθαρμό του και μετρώ πόντους και σκέψεις. Τα ανοίγματα και οι διασταυρώσεις, οι αυξήσεις και τα κοψίματα. Ο χρόνος που σαρκώνεται μέσα στα χέρια μου και κρέμεται στην ποδιά μου.
Έχετε ποτέ σκεφτεί, όσοι πλέκετε εκεί έξω, γιατί δείχνουμε τέτοια απροθυμία να ξηλώνουμε ακόμη και ένα πλεκτό που είναι εμφανώς αποτυχημένο; Η Βασιλική, όταν ακόμη κατάφερνε να πλέκει, διακήρυττε σε όλους τους τόνους:
-Δε φείδομαι χρόνου και κόπου! και ξήλωνε, ξήλωνε αβέρτα, με μανία.
Έμοιαζε να τιμωρεί τον εαυτό της, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον πείσει ότι δεν πείραζε. Γιατί, αγαπητοί αναγνώστες, είτε πλέκετε είτε όχι, ο χρόνος είναι το διακύβευμα όταν αποφασίζεις να επενδύσεις στο πρόσχημα ενός εργόχειρου. Κάθε ξήλωμα συνιστά και μια άρνηση του χρόνου που έχει περάσει ,για να φτάσεις ακόμη και στο λάθος.
Και τι είναι λάθος, όταν πλέκεις; Ένα κομμάτι κοντό, μια αναστάτωση στην κανονικότητα του σχεδίου, μια μασχάλη που απέτυχε; Ίσως. Σε πρώτη ανάγνωση.
Αργότερα και όσο κανείς προχωρά και αφιερώνεται και κατανοεί το μυστικισμό του εργόχειρου τότε ανακαλύπτει το πραγματικό περιεχόμενο του λάθους που δεν είναι παρά μια διαμαρτία του χρόνου, μια ανωμαλία στη ροή του. Αυτήν και σπεύδει να αποκαταστήσει με έντονο αίσθημα δυσφορίας γιατί γνωρίζει, ω πόσο καλά γνωρίζει, πως ματαιοπονεί.





Κάντε full screen το βιντεάκι. Ειρήνη στις καλύβες.

Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

Φτωχός Άγιος

Κάθε φορά που κατεβαίνουμε στην Αθήνα παίρνω τη μικρή και βουρ για το Μοναστηράκι. Το ναΐδριο του Αγίου Ελισσαίου. Οδός Άρεως, ανηφοράκι. Greek art και πλήθος παρδαλό. Δε βαριέσαι... Τώρα πια μάθαμε . Κοιτώ γύρω και βγάζω, βγάζω , μέχρι να πιστέψω ότι έστησα με νου μου το μπαϊράμι που γυρεύω.
Εκατό και βάλε χρόνια πίσω, νύχτα αθηναϊκή, ησυχία. Φτώχια και πτωχαλαζονία. Ένας προλετάριος της γραφής, ένας Αλέξανδρος. Αλκοολικός, φυγόκοσμος, παράξενος. Ένας ξεπεσμένος δερβίσης που περιστρέφεται στο διάμεσο ουρανού και γης, με τη χούφτα ανοιχτή και το σεβάσμιο κεφάλι γερτό. Λευκοφόρος.
Την πρώτη φορά που φτάσαμε έξω από την κλειδωμένη καγκελιά, το παιδί ξαφνιάστηκε. Την έβαλα να διαβάσει την επιγραφή.
-Δηλαδή; ρώτησε.
-Εδώ γιορτάζει το δεύτερό σου όνομα, της εξήγησα και ντρεπόμουν γιατί δεν μπορούσα να κοντρολάρω τη φωνή μου.
Από τότε το γυρεύει μόνη της. Φέτος με ρώτησε αν θα κατεβούμε πάλι στον Άγιο Ελισσαίο. Δε βόλευε. Της υποσχέθηκα για του χρόνου. Μα είναι μια εξακολουθητική απογοήτευση. Κάθε φορά το εκκλησιδάκι κλειστό, μανταλωμένο. Δεν είναι ενοριακός ναός, ιδιωτικός ήταν από τότε. Όταν ερήμωσε σχεδόν γκρεμίστηκε. Ο Βενιζέλος έδωσε το αρχικό κονδύλι για την αναστήλωση. Μπερδεύτηκαν  και οι συνήθεις προστάτες του Παπαδιαμαντικού χώρου. Ο ναός αναστηλώθηκε και λένε ότι λειτουργεί κάποιες φορές το χρόνο, σε μια προσπάθεια να αναβιώσουν οι περίφημες εκεί αγρυπνίες που έκανε ο λαϊκός άγιος παπα- Πλανάς. Σε αυτές έψελνε ο Αλέξανδρος ο λευκοφόρος, με τη μια αλλαξιά τα μαύρα ρούχα. Τι ιδέα πια και αυτές οι αναβιώσεις, σαν αναπαράσταση βλάχικου γάμου ακούγονται. Αν κάτι μείνει ζωντανό θα είναι γιατί υπάρχει η ανάγκη του, αν χαθεί ξέχνα το, γίνεσαι γραφικός , ακόμα και ύποπτος...
Τώρα φαντάζομαι ότι δεν συναγελάζονται κει μέσα παπάδες από τα σπλάχνα του λαού- τα εγκαίνια τα είχε τελέσει ο μακαριστός της αδαμαντοκόλλητης μήτρας- με μπεκρήδες που βρώμαγαν ρετσίνα. Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι με τα όλα τους, αυθέντες του ακριβού, βοσκοί της γνώσης. Εξ' ου και οι φασαρίες που γίνηκαν στο εκκλησάκι τις άλλες χρονιές. Για μένα και την κόρη μου είναι κλειστός. Από τα κάγκελα θωρούμε τη μικρούλα κόγχη και μετά φεύγουμε. Πέρσι ήθελα να φτιάξω κάτι και να το αφήσω στο ναό. Μα πότε να 'μπω;
Για την ιστορία του πράγματος, η πρώτη Ελισσώ ήταν θεία του άντρα μου. Η καλλονή της Πολυξένης και του Χαμαζάσπ πέθανε ξαφνικά στα είκοσι κάτι της με τα νύχια βαμμένα κατακόκκινα και τα μπικουτί στο κεφάλι, έτοιμη για το χορό. Έγινε καημός για τη μάνα και μνήμα με αετωματική απόληξη στην Πολίχνη του '50, ενός χωραφιού πουλημένου η αξία, και συντριβάνι στον Άγιο Παντελεήμονα των προσφύγων. Αυτόν που γκρέμισαν για να υψώσουν το τσιμεντένιο τέρας, απομίμηση της Αγιασοφιάς. Έγινε και παράκληση της Πολυξένης, λίγο προτού πεθάνει πλήρης ημερών και πόνου, αφού αξιώθηκε να κηδέψει και άλλο παιδί της, τον πεθερό μου.
-Αν τα παιδιά κάνουν κορίτσι και θέλουν, το όνομα της Έλλης...
Η πεθερά μου, σα γεννήθηκε ο πρωτότοκος, δεν έβγαλε τσιμουδιά. Όταν της είπα πως στη δεύτερη θα δώσουμε το δικό της όνομα άρχισε να ξεροκαταπίνει. Η Πολυξένη, δική της πεθερά, ήταν πρόσφατα φευγάτη.
- Ξέρεις, κάτι είχε πει η γιαγιά. Το και το.
Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που θα γένναγα κορίτσι, δε με σταματούσε τίποτε.
-Να τη βγάλουμε και 'Ελλη, μάνα.
Η πεθερά μου στραβοκατάπιε ακόμη μια φορά.
-Ξέρεις, δεν ήταν βαπτισμένη Έλλη.
-Αλλά;
-Ελισσώ.
Λοιπόν, το όνομα της κόρης μου θα μπορούσε να είναι μια συνωμοσία του σύμπαντος. Εγώ προτιμώ να πιστεύω ότι είναι μια όμορφη σύμπτωση. Πάντως το προσκλητήριο της βάφτισης δήλωνε ότι:
"...Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα ως πλέει ναύς μαγική, η ναύς των ονείρων..."

14 Ιουνίου, μνήμη Αγίου Ελισσαίου.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Τέλος καλό, όλα καλά;

`


Αν αληθεύει ότι χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την εμπειρία του τότε είμαστε όλοι παιδιά αυτής της εμπειρίας. Μεγαλώσαμε στο εσωτερικό της, ζούμε και τη λαβαίνουμε συστηματικά και ο θάνατος θα μας απαλλάξει από την ανάγκη της.
Τώρα, ο καθένας μας δίνει και διαφορετικό περιεχόμενο στο χρόνο του τον ατομικό. Η αφεντιά μου απολαμβάνει την παράταση της αργόσυρτης παιδικής αντίληψης για το χρόνο, τον ημερολογιακό, εκείνη που έχει ορόσημα την αρχή και το τέλος της διδακτικής χρονιάς. Το προσωπικό μου σύμπαν -άλλη μεταμοντερνιά κι αυτή- είναι χορδισμένο πάνω στις δυο αυτές ημερομηνίες. Έτσι γινότανε σαν ήμουν μικρή, έτσι γίνεται και τώρα. Προνόμιο; Γελοιότητα; Φίλος ,που τον ξεζουμίζει επιμελώς το οχτάωρο μιας τράπεζας, συγχύζεται απερίγραπτα όταν μας ακούει να ευχόμαστε αλλήλους "καλό καλοκαίρι" κάθε τέτοιο καιρό και μετά , το Σεπτέμβρη, "καλή χρονιά". Τόσο πολύ, που αναγκάστηκα να του αραδιάσω την -υπαρκτή-αρχή της Ινδίκτου την 1η Σεπτεμβρίου, με την ταυτόχρονη απαρχή εκκλησιαστικού και σχολικού έτους και έτσι ,βαπτίζοντας το κρέας ψάρι, αφαίρεσα τη μισή αγανάκτησή του. Για την υπόλοιπη δυστυχώς δεν μπόρεσα να κάνω τίποτε.
Οι καλοκαιρινές διακοπές των δασκάλων είναι το καρφί στο μάτι μιας κοινωνίας που έχει βαθιά διχοτομηθεί, τριχοτομηθεί, και βάλε, από την υποχώρηση της συλλογικότητας και τη διαστροφή της ταξικής αντίληψης. Στη χυδαιότητα του κλασικού μότο : Δε φτάνει που κάθεστε τρεις μήνες το χρόνο και πληρώνεστε, μιλάτε κι από πάνω ... πραγματικά η επιστήμη σηκώνει τα χέρια- και τα πόδια ενίοτε- ψηλά. Έτσι , και αντί να μπω σε άλλο κόπο ,προτιμώ να μεταφέρω εδώ τα highlights της λήξης μιας διδακτικής ( είπαμε, η σχολική λήγει στις 31 Αυγούστου) χρονιάς που όμοιά της εύχομαι να μη ξαναζήσω. Έχουμε λοιπόν και λέμε:
Οκτώ το πρωί. Στο σχολείο, όχι και με τα καλά μου! Δεν πανηγυρίζουμε δα. Τι διάολο, το πράγμα έχει και μια σημειολογία. Στις σκάλες βιασμένη καλημέρα με τον αγιατολάχ. Αναγκαστική παρέκβαση: Χτες λογοφέραμε αγρίως, δυστυχώς μέσα στο διδακτήριο. Το μόνο που με τρόμαξε ήταν ότι ήμουν απόλυτα ψύχραιμη. Ατάραχη. Ούτε παλμούς δεν ανέβασα. Μάλλον μετατρέπομαι σε Χάνιμπαλ Λέκτερ της εκπαίδευσης. Τέλος, επιστροφή.
Στο γραφείο οι γνωστές κινήσεις. Χαρτούρα και των γονέων. Ένας συνάδελφος τοποθετεί τακτικά τους τίτλους των παιδιών σε διάφανες θήκες πριν τους παραδώσει. Από μέσα μου επιχαίρω γιατί εμείς φτιάξαμε ωραίους φακέλλους και τους γεμίσαμε κείμενα, χαρά και περηφάνια της δασκάλας. Ένας άλλος τον σνομπάρει:
-Πολύ σημασία τους δίνεις. Δεν τους τα πετάς εκεί...
Ο υπό με πληροφορεί ότι ένα από τα δικά μου παίρνει μεταγραφή για ιδιωτικό. Ελαφρύ σοκ. Βλέπω τη μάνα κάθε μεσημέρι και δεν μου έχει πει το παραμικρό.
Οκτώ και μισή. Αναταραχή στο γραφείο. Μισόλογα:
-Ήρθε ο παπάς;
Μπα, πουλάκια θα κάνουν τα αυτιά μου. Ωστόσο οι συνάδελφοι εξαφανίζονται στο διπλανό γραφείο. Μυρωδιά από λιβάνι, βαριά ψαλμωδία.
-Α, εδώ το έχουμε έθιμο. Κάνουμε κάθε τέτοια μέρα ευχέλαιο.
Μπρε αμάν! Άλλο και τούτο. Μαζεύω τα χαρτιά μου και την κατεβαίνω να ετοιμάσω την αίθουσα για τα παιδιά. Η παρουσία μου ή η απουσία μου από το ορθόδοξο μυστήριο είναι -σε κάθε περίπτωση- μια δήλωση προσωπικών δεδομένων που καθόλου δεν υποχρεούμαι να κάνω. Με ποιο δικαίωμα με υποβάλλουν σε αυτή; Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να θυμώσω. Τελικά το σχολείο δεν είναι ένας κοσμικός δημόσιος χώρος; Κι αν η ορθοδοξία είναι η επικρατούσα θρησκεία αυτό σημαίνει ότι τα ζητήματα κρίνονται με μια λογική ποσοτική; Τεχεράνηηηη ; Ακούει κανείς;
Εννιά ακριβώς. Παιδιά και γονείς. Φιλιά, ευχές, κομπολόι ροζ φίλντισι για δώρο ( sobraluz, μας πήρανε χαμπάρι ), φωτογραφία, ειλικρίνεια και υποκρισία, βιασύνη και όρεξη για κουβέντα, τουπέ και καταλαγή, απαξίωση και αποδοχή, όλα ανάκατα. Η μάνα του Χ., πρέπει να φροντίσω το παιδί μου (χτες γνώρισα τον μανιοκαταθλιπτικό πατέρα), η γιαγιά του Δ., παιδί μου τι να κάνουμε αυτά είναι της φτώχειας τα καλά, η μάνα του Θ., το παιδί πήγε καλά- ε, πως αλλιώς θα πήγαινε, η μάνα του Φ., κουβέντα για τη μεταγραφή, οι γονείς της Ε., φεύγουμε για το εξωτερικό αλλά είμαστε χαρούμενοι που σας γνωρίσαμε, η μάνα των διδύμων, με συγκινείτε, η μάνα της Α., ώστε περνάει στην άλλη τάξη.
Είκοσι πέντε παιδιά, είκοσι τέσσερις οικογένειες. Μια εξουσία που δε τη θέλω. Μια εξουσία που μου τη δίνουν με το ζόρι και μου τη στερούν ταυτόχρονα. Μια εξουσία που πότε υπερασπίζομαι αμήχανα και πότε υπονομεύω φανερά. Είκοσι πέντε έννοιες σε διάφορες στιγμές της μέρας, πότε αναγκαστικές και πότε αυθόρμητες. Δεν το ξέρουν οι κυράδες. Και δε θα το μάθουν ποτέ. Για τούτους τους ανθρώπους μπορεί να είμαι μια απειλή, σα δε συμμερίζομαι την εκτίμηση που έχουν οι ίδιοι για τα παιδιά τους ή σαν αποτυχαίνω, μπορεί να είμαι και μια ευλογία, άμα πιστέψουν ότι αλήθεια τους λέω. Κι όσο για την αφεντιά μου... Σα μαλάκας, για μια ακόμη φορά. Βρε, μπας και πήραμε τη ζωή μας λάθος; (Συγγνώμη, θα βάζω το κόμμα όπου μου αρέσει. Έτσι με νανούριζε η γιαγιά μου και από τότε δεν τη διαπραγματεύομαι τη στίξη). Κι αλλάξαμε ζωή;

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Δάσκαλοι ζωντανοί

`


Τέτοιον καιρό, τέσσερα χρόνια πριν, τελείωνα τη δίχρονη μετεκπαίδευση στο Γλήνειο Διδασκαλείο και ετοιμαζόμουν για την επιστροφή στα πάτρια του σχολειού μου. ΄Ηταν δυο αξέχαστα χρόνια. Πολύ σημαντικά για μένα , που είχα για προίκα τη φοίτηση στην Παιδαγωγική Ακαδημία και το πασάλειμμα της περίφημης εξομοίωσης του πτυχίου με εκείνο των πανεπιστημιακών τμημάτων. Δυο χρόνια κεφάτου διαβάσματος και - επιτέλους- κανονικής ακαδημαϊκής εμπειρίας. Δυο χρόνια που συμπυκνώθηκαν στην πανηγυρική αποστροφή με την οποία η Ανθυποδασκάλα και η ταπεινότης μου κλείσαμε την πτυχιακή μας : ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ.
Γύρισα στο φυσικό μου χώρο με όρεξη και χαρά. Μη γελάσετε, το βράδυ πριν την 1η Σεπτεμβρίου βρυκολάκιασα. Είχα πράγματα και θάματα να τους πω στο σχολείο. Μάλιστα, προτού εγκαταλείψω το Γλήνειο, είχα λαφυραγωγήσει την αποθήκη και βούτηξα όσα έντυπα βρήκα να υπάρχουν διπλά και τριπλά: πρακτικά συνεδρίων, ανακοινώσεις, περιοδικά του εκπαιδευτικού χώρου, ό,τι τέλος πάντων νόμιζα πως θα έπρεπε να βρει θέση στη βιβλιοθήκη του σχολειού μου ,που ήταν και το προσωπικό μου καμάρι.
Εσύ είσαι που το λες; Οι συνάδελφοι με υποδέχτηκαν ψυχρά. Ουδείς ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει τι σκατά πλήρωνε δυο χρόνια το ελληνικό δημόσιο μια σαραντάρα χωρίς να δουλεύει και της φύλαγε και τη θέση μέχρι να γυρίσει. Στα μάτια τους έβλεπα την καχυποψία. Οι σπουδές στη μετεκπαίδευση έχουν συνδεθεί με τη μωροφιλοδοξία των δασκάλων να στελεχοποιηθούν, προκειμένου να βγουν από τη μάχιμη υπηρεσία και να τσιμπήσουν το επιδοματάκι της διεύθυνσης ενός σχολείου.
Απογοήτευση. Θυμός. 'Ισως και να το πήρα προσωπικά. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή, μιλώντας με φίλο που διδάσκει στο πανεπιστήμιο, έλεγα πως οι δάσκαλοι στο σχολείο μου είναι πεθαμένοι και δεν το ξέρουν.
Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά και δεν έχω επιδιώξει ακόμη να γίνω στέλεχος. Τα κλεψιμαίικα του Γλήνειου παραμένουν , αζήτητα, στη βιβλιοθήκη του σπιτιού . Ακόμη πιστεύω ότι οι δάσκαλοι είναι πεθαμένοι και δεν το΄χουν πάρει πρέφα. Γι αυτό και γράφω προκλητικές αναρτήσεις σαν την προηγούμενη. Ωστόσο:
Κάποιοι βρίσκονται εν ζωή. Εκτός από τους ελάχιστους, σκόρπιους σε διάφορα σχολεία, που γνωρίζω και αγαπώ και έχω για δείκτες και μπούσουλες υπάρχουν και άλλοι που τόλμησαν συνταγμένοι και όχι μόνο ζήτησαν, αλλά πραγματοποίησαν την ουτοπία.
Το πράγμα δεν είναι καινούριο.Το 132ο Δημοτικό Σχολείο στη Γκράβα έχει ήδη πάρει τη θέση του στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης.Μέσα στη μιζέρια και την απαξίωση που πολλούς θα γονάτιζε αυτοί τόλμησαν. Σχολείο "βαρύ", με παιδιά αλλοδαπά, φτωχά και ζωηρά. Οι άνθρωποι δούλεψαν αθόρυβα, άνοιξαν το σχολείο τους στις ανάγκες των παιδιών και των οικογενειών τους, βάλαν στην μπάντα προκαταλήψεις και στερεότυπα και πορεύονταν. Χρειάστηκε να ξηλωθεί το πείραμά τους, για να ακουστούν.
Και αν δε σας συγκινεί και τόσο η περιπέτεια των αλλόγλωσσων παιδιών σκεφτείτε ότι και τα δικά σας είναι πολύ πιθανό να θεωρηθούν κάποτε "ξένα". Ασύμβατα με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πάσχει από ένα μυστήριο δυισμό και άλλη δουλειά δε φαίνεται να' χει από το να χωρίζει τους καλούς από τους κακούς μαθητές.

Δείτε την ιστοσελίδα τους. Δεν είναι παρά ένα κλικ, εδώ. Για την παλάντζα.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

Στη Ζώνη του Λυκόφωτος

`

Πιστεύετε στο μεταμοντέρνο; Νομίζετε κι εσείς ότι η πολιτική έχει τελειώσει μαζί με τις μεγάλες αφηγήσεις της ιστορίας και την αναζήτηση της αντικειμενικότητας; Υποστηρίζετε ότι οι συλλογικότητες έχουν χρεοκοπήσει και θα πρέπει να αφοσιωθούμε στη μελέτη και την οικοδόμηση της υποκειμενικότητάς μας ο καθένας; Ε, τότε καλώς ήλθατε στο ελληνικό σχολείο.
Όχι, όχι, μην ξεθαρρέψετε και βιαστείτε να πείτε ότι οι Έλληνες δάσκαλοι ξαφνικά απέκτησαν θεωρητική σκευή και αφού στοχάστηκαν και ξαναστοχάστηκαν αποφάσισαν ότι η παραδοσιακή σκέψη δεν τους ταιριάζει και άντε για άλλα λιμάνια. Απλώς είναι τέκνα του καιρού τους και μάλιστα τέκνα υπάκουα και σεβαστικά. Κι αν δεν είναι έτσι πολύ θα ήθελα το post αυτό να γεμίσει γαμοσταυρίδια από συναδέλφους που δεν αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα παρακάτω:

Ο δεκάλογος του δασκάλου/ας

1.Τρεις λόγοι για να είμαι δάσκαλος: Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος
2. Είμαι λειτουργός ( δουλεύω δηλαδή για την ψυχή της μάνας μου): Μη με λες επαγγελματία, με προσβάλλεις.
3. Η διδασκαλία δεν είναι πολιτική πράξη: Τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο;
4. Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα: Το βιβλιάριο Υγείας υπαλλήλου.
5. Ζω : Μετά τη λήξη του ωραρίου μου.
6. Ο Διευθυντής: Η κεφαλή του σχολείου.
7. Ο Σύλλογος Διδασκόντων : Τ΄αρχίδια του σχολείου.
8. Η τοπική κοινωνία: Μακριά και αγαπημένοι.
9. Ο συνδικαλισμός : Α, δε με καλύπτει. Εξάλλου οι συνδικαλιστές όλοι ίδιοι είναι.
10. Το άθλημά μου: Η οσφυοκαμψία.

Για όλους εμάς συνάδελφοι, και της αφεντιάς μου συμπεριλαμβανομένης, που θα πάμε εκδρομή το σχολειό αύριο, μέρα ορισμένη για τη συνέλευση του συλλόγου των δασκάλων της περιοχής. Το θέμα της είναι η διαμόρφωση πλαισίου διεκδικήσεων. Πώς είπατε;

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails