Σήμερα το πρωί κηδεύτηκε από το Γρηγόρη τον Παλαμά η Αλίκη Τέλλογλου.
Τη γνώριζα όπως τη γνώριζαν οι Σαλονικιοί, χάρη στο ίχνος που άφησε στην πόλη. Θρυλική για την αντισυμβατικότητα και τη γενναιοδωρία της γυναίκα, κάποτε εκπάγλου καλλονής.
Αλίκη Τέλλογλου. Λάβδας Απόστολος, υδατογραφία σε χαρτί με μολύβι, 1969
Κάποτε την είχα παρακολουθήσει σε μια συνέντευξη όπου, καθισμένη στον καναπέ της, ιστορούσε γελώντας πώς έκρυβε ανάμεσα στα μαξιλάρια κομμάτια της συλλογής Τέλλογλου την περίοδο των σεισμών στη Θεσσαλονίκη. Και ήξερα πού ακριβώς βρίσκονταν αυτός ο καναπές. Στο πιο εμβληματικό σημείο της πόλης, στο ρετιρέ πάνω από το Ολύμπιον, στην καρδιά της Αριστοτέλους.
Εκεί που μας πήγαιναν οι γονείς μικρά, κάποια άλλα, μακρινά Κυριακάτικα πρωινά, να δούμε το παιδικό θέατρο της Μαίρης Σωίδου στη σκηνή του Ολύμπιον, με την οροφή που άνοιγε στα διαλείμματα και φαίνονταν ένα τετράγωνο γαλάζιου ουρανού.
Εκεί που λοξοκοιτούσα καμιά φορά, κατηφορίζοντας βιαστική και καμάρωνα το τεράστιο παράθυρο με την αρχοντική καμάρα. Εκεί, στο σπίτι της, αξιώθηκε να πεθάνει προχτές, με την πόλη αυτή στα πόδια της. Τέλος εποχής.
Αλίκη Τέλλογλου. Λάβδας Απόστολος, υδατογραφία σε χαρτί με μολύβι, 1969
Όταν την έβλεπα στο καφέ του Τελλόγλειου, κάτι χειμωνιάτικες Κυριακές που περίμενα τα παιδιά να τελειώσουν από το μάθημα στο Ίδρυμα, όλο και ήθελα να της μιλήσω. Να την ευχαριστήσω για την ευκαιρία που έδινε στα δικά μου και στα τόσα άλλα να δουν, να πιάσουν, να ζήσουν, να σκαρώσουν Τέχνη από κοντά, στα πιο απαλά τους χρόνια. Και ήταν ξετρελλαμένα τα δυό μου από τα εκείνα τα πρωινά της Κυριακής. Κατασκευές, ζωγραφική, δράμα, ρυθμός και βόλτες. Ατελείωτες βόλτες μέσα στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, ανάμεσα σε τρανές εκθέσεις.Πίνακες, χαρακτικά, ενδυμασίες, νομίσματα, γλυπτά, φωτογραφίες. Γίνηκαν για τα μικρά μου τόσο οικεία όσο και τα παιχνίδια του σπιτιού μας. Και στο τέλος του μαθήματος μια ζεστή, γλυκιά σοκολάτα στο καφέ και η κυρία Αλίκη σε διπλανό τραπεζάκι. Κατάξανθη ,σφιχτή, μακριά κοτσίδα, παράταιρο ντύσιμο και πανάκριβα μπιζού στα γέρικα χέρια. Αδιάφορη για το life style, χορτάτα λαμπερά μάτια.Τριγυρισμένη από νέους. Δεν τόλμησα ποτέ μου. Ηλίθια δειλία.
Είχα ακούσει ιστορίες για κείνη, ειπωμένες από αληθινούς Σαλονικιούς, τον πατέρα μου, τον παιδίατρό μας το Μάνιο, που τη γνώριζαν. Για την ομορφιά της, την ιδιορρυθμία της, τα πλούτη και τη λατρεία που της είχε αφιερώσει ο άντρας της.Κάποτε την είχα παρακολουθήσει σε μια συνέντευξη όπου, καθισμένη στον καναπέ της, ιστορούσε γελώντας πώς έκρυβε ανάμεσα στα μαξιλάρια κομμάτια της συλλογής Τέλλογλου την περίοδο των σεισμών στη Θεσσαλονίκη. Και ήξερα πού ακριβώς βρίσκονταν αυτός ο καναπές. Στο πιο εμβληματικό σημείο της πόλης, στο ρετιρέ πάνω από το Ολύμπιον, στην καρδιά της Αριστοτέλους.
Εκεί που μας πήγαιναν οι γονείς μικρά, κάποια άλλα, μακρινά Κυριακάτικα πρωινά, να δούμε το παιδικό θέατρο της Μαίρης Σωίδου στη σκηνή του Ολύμπιον, με την οροφή που άνοιγε στα διαλείμματα και φαίνονταν ένα τετράγωνο γαλάζιου ουρανού.
Εκεί που λοξοκοιτούσα καμιά φορά, κατηφορίζοντας βιαστική και καμάρωνα το τεράστιο παράθυρο με την αρχοντική καμάρα. Εκεί, στο σπίτι της, αξιώθηκε να πεθάνει προχτές, με την πόλη αυτή στα πόδια της. Τέλος εποχής.