Το πράγμα ξεκίνησε χτες, με ήλιο και χλιαρό αεράκι. Τα μάλλινα προσκέφαλα ανοίχτηκαν και το περιεχόμενό τους βρέθηκε σε αυτήν την κατάσταση, μετά από δώδεκα σχεδόν μήνες ευσυνείδητης χρήσης.
Κανονικά, και πάντοτε σύμφωνα με το προειρημένο κατά μαμάδες ευαγγέλιο, το μαλλί που αποτελεί το περιεχόμενο των μαξιλαριών έπρεπε να πλυθεί, να απλωθεί στο ύπαιθρο πάνω σε καθαρό σεντόνι και να αφεθεί στις φροντίδες του ήλιου και του αέρα κάνα δυο τρεις μέρες μέχρι σχολαστικά να στεγνώσει. Κατόπιν να "ανοιχτεί" υπομονετικά με το χέρι, μια και ο λαναριστής δεν περιοδεύει πλέον τις γειτονιές με το ειδικό εργαλείο του στον ώμο, με αυτό που χτυπούσε τα μαλλιά και τα αφράτευε. Εξάλλου και οι γειτονιές δεν υφίστανται άλλο. Τα μάλλινα προσκεφάλια μου,όπου βρίσκεις ακόμη κάποια ίχνη από τη χλωρίδα του Μπέλες, ανοίχτηκαν εν μέσω μεζονετών και εξαόροφων τεράτων με υπόγεια γκαράζ.
Παραλείποντας λοιπόν τα πρώτα στάδια πέρασα κατευθείαν στο άνοιγμα του μαλλιού. Δουλειά χρονοβόρα και μονότονη. Στο τέλος όμως λαβαίνεις εξαίσιες τουλούπες μαλλιού, στο φυσικό του χρώμα, εντελώς άοσμες και αέρινες. Τα χέρια δε, είναι τόσο μαλακά και απαλά, από τη φυσική λανολίνη που ακόμη διατηρεί το μαλλί παρά τα πλυσίματα, όσο καμιά κρέμα δε μπορεί να καταφέρει. Γεμίζεις λοιπόν τεράστια, φουσκωτά, πανάλαφρα μαξιλάρια, ζεστά το χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι.
Και αρχίζουν οι συνειρμοί... Κάτι σαν το παιχνίδι συναναστροφής στο οποίο πρέπει να πας από το γουρούνι στον Πλάτωνα με τρεις λέξεις. Έχουμε και λέμε, λοιπόν:
Το μαλλί και το χοντρό μάλλινο υφαντό ύφασμα, ο αμπάς, αποτελούσαν την πρωταρχική παραγωγή της αγροτικής οικογένειας. Η αυξανόμενη ζήτηση των μάλλινων υφασμάτων από τον 16ο αιώνα στην αγορά της Μεσογείου, δημιούργησε κέντρα εργαστηριακής βιοτεχνίας και εμπορίας που απέκτησαν μεγάλη οικονομική δύναμη. Οι συντεχνίες των αμπατζήδων —παραγωγών και εμπόρων μάλλινων υφασμάτων,τώρα ξέρετε τι σημαίνει το επίθετο Αμπατζής— και των καραμπατζήδων —εμπόρων υφασμάτων, η λέξη επιζεί σαν επίθετο Καραμπατζής, Καραμπατζόγλου, κλπ— είχαν τον έλεγχο της παραγωγής και της διακίνησης των αμπάδων. Η σημαντικότερη ήταν η συντεχνία των Αμπατζήδων της Φιλιππούπολης, που ιδρύθηκε το 1685.
Από το τέλος του 18ου αιώνα, την εποχή της πρωτοβιομηχάνισης, το δυτικό μάλλινο ύφασμα, μαζί με την αυξανόμενη χρήση του βαμβακιού, εκτόπισαν την εγχώρια παραγωγή. Τα χοντρά μάλλινα υφαντά προορίζονταν μόνο για τις οικονομικά χαμηλότερες τάξεις.Ήταν τα, κοινώς λεγόμενα, αμπαδίτικα σε αντιδιαστολή με τα δυτικότροπα ρούχα.
Οι κτηνοτρόφοι κουρεύουν τα πρόβατα την άνοιξη. Με τα μαλλιά της ράχης, που είναι τα καλύτερα, κάνουν την κλωστή. Με τα μαλλιά των ποδιών και της κοιλιάς κάνουν τα γιομίδια, με τα οποία γεμίζουν στρώματα και μαξιλάρια.
Η κατεργασία του μαλλιού, η οποία γίνεται στο σπίτι, ακολουθεί, από την αρχαιότητα , τα εξής στάδια: πλύσιμο, ζεμάτισμα, ξάσιμο, άνοιγμα, λανάρισμα και γνέσιμο.Οι γυναίκες ζεματούσαν πρώτα τα λερωμένα μαλλιά σε βραστό νερό. Μετά τα ξέπλεναν με άφθονο κρύο νερό και τα στέγνωναν στη σκιά. Τα χτυπούσαν στεγνά για να φύγουν τα σκουπίδια και τα ξάνοιγαν με τα χέρια για να χωρίσουν τις κολλημένες ίνες. Στη συνέχεια τα λανάριζαν με τα λανάρια —εργαλεία που ξύνουν τα μαλλιά. Έπαιρναν την τλούπα, (αρχ. τολύπη, συγχρ. τουλούπα) το λαναρισμένο μαλλί, το έβαζαν στη ρόκα και το έγνεθαν, έκαναν δηλαδή κλωστή. Με το πρώτο μαλλί, τον ανθό, έκαναν το στημόνι και το υφάδι για τα ψιλά μάλλινα. Με το κοντό μαλλί που έμενε από το λανάρισμα έκαναν το κροκίδι, που ήταν το υφάδι στα χοντρά μάλλινα υφάσματα, τον αμπά, το σαγιάκι ή το γρίζο.
Τολύπη, λοιπόν:
<τολύπαι>· τὸ κατασκευαστὸν ἔριον
<τολύπευμα>· τὸ κατασκευαστὸν ἔριον
<τολύπευσεν>· ἐξειργάσατο ( Ησύχιος, Λεξικό, 5ος αι.π.Χ.)
Και ποίηση:
Προμηθέας | ||
οὐ γὰρ σὺ παῖς τε κἄτι τοῦδ᾽ ἀνούστερος εἰ προσδοκᾷς ἐμοῦ τι πεύσεσθαι πάρα; οὐκ ἔστιν αἴκισμ᾽ οὐδὲ μηχάνημ᾽ ὅτῳ | Παιδί κι ακόμα πιο άμυαλος δεν είσαι τάχα, αν περιμένεις τίποτ' από με να μάθεις; μα δεν υπάρχει βάσανο και καμιά τέχνη | |
990 | προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε, πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ λυμαντήρια. πρὸς ταῦτα ῥιπτέσθω μὲν αἰθαλοῦσσα φλόξ, λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι καὶ βροντήμασι χθονίοις κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω. | που ο Δίας θα με κατάφερνε το μυστικό μου να πω, πριν τ' άτιμα μου αυτά δεσμά λυθούνε. Κι έτσι λοιπόν ας πάει να σκα η πυρφόρα η φλόγα, με τουλούπες λευκόφτερες χιονιάς κι υπόγειους ας σει τα πάντα βροντισμούς κι ας συνταράζει, |
995 | γνάμψει γὰρ οὐδὲν τῶνδέ μ᾽ ὥστε καὶ φράσαι πρὸς οὗ χρεών νιν ἐκπεσεῖν τυραννίδος. | μα εμένα τίποτ' απ' αυτά δε θα λυγίσει, που να του πω από ποιον το θρόνο του θα χάσει. |
Ο Τλούπας αποτύπωσε στο ασπρόμαυρο φιλμ την ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας που χάνονταν σιγά σιγά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, για να αφήσει στη θέση της αυτό που εμείς γνωρίζουμε σήμερα. Θεσσαλικός κάμπος, νησιά, Ήπειρος, Άγιο Όρος, μερικές από τις αγαπημένες του θεματικές. Μα προπαντός και με κάθε τρόπο, οι άνθρωποι. Τα πρόσωπα γύρω του και εντός του που συγκροτούσαν ένα σύμπαν οικείο και ήδη μακρινό.
"Μαζεύοντας το μαλλί σε καρούλια" ,Λευκάδα, 1972. Τλούπας.Θυμίζει σκηνές από ταινίες του Τσάπλιν όπου το παίξιμο γίνεται με την πλάτη.
Του ίδιου.Δε γνωρίζω τίτλο, θαρρώ όμως ότι έχουμε μια περίπτωση εκλεκτικής συγγένειας με έργα του Θεοτοκόπουλου ή με το αυτοπορτραίτο του Πικάσο από τη γαλάζια περίοδο, το οποίο βρίσκεται στο Πράδο.
Είχα την τύχη να γνωρίσω την αδελφή του, περίφημη πλέκτρια, πνευματώδη και γλυκύτατη γυναίκα, στενή φίλη της Βασιλικής και να φιλοξενηθώ στο πατρικό τους. Η γνωριμία μαζί της στάθηκε πηγή έμπνευσης σε ότι έχει να κάνει με το πλέξιμο. Σαν σε όνειρο δε, θυμάμαι μια καλοκαιριάτικη μέρα, στην πρώτη παιδική μου ηλικία, ένα εξοχικό σπίτι σε μια πλαγιά του Πλαταμώνα, πάνω ακριβώς από τη θάλασσα, και το εκπληκτικό γεγονός ένα ρυάκι γάργαρο νερό να κατεβαίνει και να περνάει μέσα από το σπίτι. Ήταν του τρίτου παιδιού της οικογένειας που, εγκατεστημένος στο Παρίσι, ασχολήθηκε με τη γλυπτική.
Είχα την τύχη να γνωρίσω την αδελφή του, περίφημη πλέκτρια, πνευματώδη και γλυκύτατη γυναίκα, στενή φίλη της Βασιλικής και να φιλοξενηθώ στο πατρικό τους. Η γνωριμία μαζί της στάθηκε πηγή έμπνευσης σε ότι έχει να κάνει με το πλέξιμο. Σαν σε όνειρο δε, θυμάμαι μια καλοκαιριάτικη μέρα, στην πρώτη παιδική μου ηλικία, ένα εξοχικό σπίτι σε μια πλαγιά του Πλαταμώνα, πάνω ακριβώς από τη θάλασσα, και το εκπληκτικό γεγονός ένα ρυάκι γάργαρο νερό να κατεβαίνει και να περνάει μέσα από το σπίτι. Ήταν του τρίτου παιδιού της οικογένειας που, εγκατεστημένος στο Παρίσι, ασχολήθηκε με τη γλυπτική.
2 σχόλια:
Sobraluz
εκανες εξαιρετικο ποσταρισμα.
Παντρεψες τριων ειδων τεχνες...
Καλη εβδομαδα
Χαίρομαι που σου άρεσε. Νομίζω ότι τέχνη είναι αυτό που αγκαλιάζει όλες τις στιγμές και τις εκδηλώσεις της ζωής και σε κάνει να καταλαβαίνεις την ενότητά της.
Δημοσίευση σχολίου